top of page

Η μεταστροφή του André Frossard

Ο André Frossard (1915-1995) ήταν ένας διάσημος Γάλλος δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος. Πατέρας του ήταν ο L.-O. Frossard (Ludovic-Oscar Frossard, 1889-1946), δημοσιογράφος, πολιτικός, και πρώτος Γενικός Γραμματέας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCF) από το 1920 μέχρι το 1922.

Από πατέρα εβραίο στην καταγωγή και μητέρα που προήρχετο από διαμαρτυρόμενη οικογένεια, ο André Frossard μεγάλωσε μέσα στην αθεΐα του Μαρξισμού. Στα 20 χρόνια του συνάντησε τη Χριστιανική Αλήθεια και την Αγάπη του Θεού μέσα «από μία σιωπηλή και γλυκιά λάμψη Φωτός», όταν αναζητώντας τον φίλο του Βιλμέν (ο οποίος ήταν Χριστιανός), μπήκε σ’ ένα Παρεκκλήσιο του Παρισιού την ώρα που γινόταν Λατρεία της Θείας Ευχαριστίας.

Γράφει ο ίδιος, διηγούμενος το θαύμα της μεταστροφής του:


Ἤρεμος ἄθεος, δέν ὑποψιάζομαι τίποτα, ὅταν, βαριεστημένος, περιμένοντας τό σύντροφό μου νά τελειώσει μέ τίς ἀκαταλαβίστικες εὐλάβειές του, σπρώχνω μέ τή σειρά μου τή σιδερένια πορτοῦλα (…)


Κοιτάζοντας τό Παρεκκλῆσι ἀπό τή μεγάλη σιδερένια πόρτα δέν ἔβλεπες τίποτα τό ἰδιαίτερο (…) Τό κλίτος διαιρεῖται σέ τρία μέρη. Τό πρῶτο, κοντά στήν εἴσοδο προορίζεται γιά τούς πιστούς, πού προσεύχονται στό μισοσκόταδο (…) Τό δεύτερο μέρος τό ’χουν καταλάβει καλογριές μέ μαῦρο πέπλο στό κεφάλι, πού σχηματίζουν ἀσάλευτες γραμμές ἀπό πουλιά ἀναδιπλωμένα στά γυαλιστερά ξύλινα στασίδια τους. Θά μάθω ἀργότερα ὅτι εἶναι Ἀδελφές τῆς “Συνεχοῦς Λατρείας τοῦ Ἁγιωτάτου Μυστηρίου” (…)


Τό βάθος τοῦ Παρεκκλησίου φωτίζεται ἀρκετά δυνατά. Πάνω ἀπ’ τό κύριο Βῆμα, πού εἶναι ντυμένο στ’ ἄσπρα, γεμάτο πρασινάδες καί λουλούδια, δεσπόζει ἕνας μεγάλος σκαλιστός μετάλλινος Σταυρός πού ἔχει στή μέση ἕναν θαμπό ἄσπρο Δίσκο (…) Ἔχω μπεῖ κι ἄλλες φορές σέ Ἐκκλησιές, ἀπό ἀγάπη γιά τήν τέχνη, μά δέν ἔτυχε ποτέ νά ἰδῶ ἐκτεθειμένο στή λατρεία Ἀρτοφόριο οὔτε, θαρρῶ, καθαγιασμένο Ἄρτο, καί δέν ξέρω πώς βρίσκομαι ἀπέναντι ἀπ’ τό Ἁγιώτατο Μυστήριο (…)


Δέν καταλαβαίνω τί σημαίνουν ὅλα αὐτά μά οὔτε καί μ’ ἐνδιαφέρουν. Ὄρθιος πλάι στήν πόρτα, ψάχνω νά ἰδῶ τό φίλο μου, μά δέν καταφέρνω νά τόν ξεχωρίσω ἀνάμεσα ἀπ’ τίς γονατιστές μορφές πού ἔχω μπροστά μου (…) Ὕστερα, δέν ξέρω γιατί, τό βλέμμα μου καθηλώνεται στό δεύτερο κερί πού καίει στ’ ἀριστερά τοῦ σταυροῦ (…) Τότε ἀρχίζει, αἰφνίδια, μία σειρά ἀπό ὑπερφυσικά φαινόμενα, τῶν ὁποίων ἡ ἀκάθεκτη ὁρμή θά μ’ ἐξουθενώσει μέσα σ’ ἕνα λεπτό, ἐμένα τόν ἀνόητο (…)


Πρῶτα-πρῶτα μοῦ ὑποβάλλονται οἱ ἑξῆς λέξεις:


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ.


Δέν μοῦ τίς λένε, δέν τίς φτιάχνω ἀπό μόνος μου, τίς ἀκούω σάν νά τίς προφέρει δίπλα μου, σέ χαμηλό τόνο, κάποιος πού θά ἔβλεπε ὅ,τι ἐγώ δέν βλέπω ἀκόμα.


Ἡ τελευταία συλλαβή αὐτοῦ τοῦ ψιθυριστοῦ πρελούδιου δέν ἔχει φτάσει καλά-καλά στήν ὄχθη τοῦ συνειδητοῦ, ὅταν ἀρχίζει ἕνα πλῆθος ἀπό ἀφύσικα πράγματα. Δέν λέω ὅτι ἀνοίγει ὁ Οὐρανός. Δέν ἀνοίγει: Ξεπηδάει, ἀνεβαίνει ξαφνικά, σιωπηλή ἀστροφεγγιά, ἀπ’ αὐτό τό Παρεκκλῆσι ὅπου ἦταν ἀνεξήγητα κρυμμένος. Πῶς νά τό περιγράψω, μέ τί λέξεις; (…)


Εἶναι ἕνα κρύσταλλο ἄφθαρτο, ἄπειρης διαφάνειας, ἕνα Φῶς ἀφόρητα ἐκτυφλωτικό (…) Εἶναι ἡ πραγματικότητα, εἶναι ἡ Ἀλήθεια, τή βλέπω ἀπ’ τήν ὄχθη ὅπου εἶμαι ἀκόμα φυλακισμένος. Μία τάξη διέπει τό σύμπαν, καί στήν κορυφή του, πέρα ἀπ’ ὅλο αὐτό τό ὁλόφωτο πέπλο ὁμίχλης, ἡ πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ πραγματικότητα πού γίνεται Παρουσία καί ἡ πραγματικότητα πού γίνεται Πρόσωπο. Τό Πρόσωπο Ἐκείνου πού ἕνα λεπτό νωρίτερα θά εἶχα ἀρνηθεῖ, πού οἱ χριστιανοί λένε ΠΑΤΕΡΑ, κι ἀπ’ Τόν Ὁποῖο μαθαίνω πώς εἶναι Καλός, πώς ἡ καλοσύνη Του δέν μοιάζει μέ καμία ἄλλη (…)


Τό βροντερό της ξεχείλισμα, συνοδεύεται ἀπό μία χαρά πού δέν εἶναι παρά ἡ ἀγαλλίαση τοῦ λυτρωμένου, ἡ χαρά τοῦ ναυαγοῦ πού τόν περιμάζεψαν ἔγκαιρα (…) Ταυτόχρονα ἀποκτῶ μία καινούργια οἰκογένεια, τήν Ἐκκλησία (…)




Ἔξω ὁ καιρός ἦταν πάντα ὡραῖος, κι ἐγώ ἤμουν σάν πέντε χρονῶν (…)


Ὁ Βιλμέν, πού βάδιζε πλάι μου καί πού σάν νά ἔβλεπε κάτι τό ἀσυνήθιστο στό πρόσωπό μου, μέ κοίταζε προσεκτικά σάν γιατρός:


«Μά τί σοῦ συμβαίνει;»


«Εἶμαι χριστιανός!»


Κι ἀπό φόβο μήπως δέν ἤμουν ἀρκετά σαφής, πρόσθεσα “ἀποστολικός”, γιά νά εἶναι τέλεια ἡ ὁμολογία μου.


«Τά μάτια σου εἶναι γουρλωμένα!»


«Ὁ Θεός ὑπάρχει, κι ὅλα εἶναι ἀλήθεια!»


«Ἄν ἔβλεπες τά μοῦτρα σου!»


Δέν τά ἔβλεπα. Ἤμουν μία κουκουβάγια τό καταμεσήμερο πού ἀντικρίζει τόν ἥλιο. Πέντε λεπτά ἀργότερα, στήν ταράτσα ἑνός καφενείου στήν πλατεῖα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, διηγόμουν τά πάντα στό σύντροφό μου…



Πηγή: André Frossard, «Ἡ Μεγάλη Συνάντηση», Καλός Τύπος, Ἀθήνα χ.χ.


Featured Posts
Recent Posts
Archive
Search By Tags
Δεν υπάρχουν ακόμη ετικέτες.
Follow Us
  • Facebook Basic Square
bottom of page