top of page

Πάτερ!


Πολλοὶ φονταμενταλιστὲς (ἀλλὰ καὶ ἄθεοι, τῶν ὁποίων παραδόξως βασικὴ ἐνασχόληση εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του) κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία ὅτι τάχα παραβαίνει τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ χρησιμοποιεῖ τὴν προσφώνηση «πάτερ» γιὰ τοὺς κληρικούς της. Ὡς ἐπιχείρημα προβάλλουν τὸ ἑξῆς ἐδάφιο: «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 23:9).


Ὅμως, τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ εἶναι κακόπιστο κι ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ παραπλανήσει μὲ μία φαινομενικὴ ἀληθοφάνεια: Δὲν εἶναι παρὰ μιὰ σοφιστεία. Οἱ πονηροὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Κύριος ἀπαγόρευσε ὁλοκληρωτικῶς τὴν προσφώνηση «πάτερ» μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, προκειμένου νὰ ἀποκαλεῖται ἔτσι μόνον ὁ Θεὸς Πατήρ. Ὅμως, ἐκτὸς τοῦ ὅτι οἱ ἴδιοι εἶναι ἀνακόλουθοι ἐπιτρέποντας στὰ παιδιά τους νὰ τοὺς ἀποκαλοῦν «πατέρα, μπαμπᾶ», διότι πράγματι τὸ ἀντίθετο θὰ ἦταν παράλογο, ὁ ἰσχυρισμός τους ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπαγόρευσε ὁλοκληρωτικῶς τὴν προσφώνηση αὐτὴ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐπίσης παράλογος, διότι μιὰ τέτοια ἀπαγόρευση θὰ στεροῦσε τὸ νόημα τῆς προσφωνήσεως αὐτῆς ὅσον ἀφορᾷ τὸν Θεὸ Πατέρα, καὶ τοῦτο ἐπειδὴ δὲν θὰ ὑπῆρχε πλέον κανένα ἐπίγειο ἀντίστοιχο ἀναφορικῶς μὲ τὴν Θεία Πατρότητα. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ὀνομασία τοῦ Θεοῦ ὡς Πατρός, θὰ ἦταν κενὴ νοήματος ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἔννοια τῆς ἐπιγείου πατρότητος (πρβλ. 1Θεσ. 2:11 «Καθάπερ οἴδατε ὡς ἕνα ἕκαστον ὑμῶν ὡς πατὴρ τέκνα ἑαυτοῦ»).


Ὅταν κάποιος Χριστιανὸς ὑποδείξει στοὺς πονηροὺς αὐτοὺς τὴν εὐρεῖα χρῆση τῆς προσφωνήσεως «πάτερ» στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ μάλιστα ὄχι μόνον μὲ τὴ βιολογικὴ σημασία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πνευματική, ἐκεῖνοι δαγκώνονται καὶ ἀρχίζουν νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι, «Τότε ἦταν ἐπιτρεπτό· ὅμως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ μετά, ἀπαγορεύεται». Τὸ ἐπιχείρημά τους αὐτὸ εἶναι ἀκόμα πιὸ ἀνόητο ἀπὸ τὴν ἀρχική τους σοφιστεία, διότι ἀκοῦμε τὸν ἅγιο Ἀπόστολο Πέτρο νὰ ὀνομάζει «πατέρες ἡμῶν» τοὺς δικαίους τοῦ Ἰσραήλ (βλ. Πράξ. 3:13 «Ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ἐδόξασε τὸν παῖδα αὐτοῦ Ἰησοῦν· ὃν ὑμεῖς μὲν παρεδώκατε καὶ ἠρνήσασθε αὐτὸν κατὰ πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος ἐκείνου ἀπολύειν» & Πράξ. 3:22 «Μωϋσῆς μὲν γὰρ πρὸς τοὺς πατέρας εἶπεν ὅτι προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ· αὐτοῦ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἂν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾶς») καὶ τοὺς Ἑβραίους «υἱοὺς τῶν προφητῶν» μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια τῆς υἱότητος καὶ τῆς πατρότητος (βλ. Πράξ. 3:25 «Ὑμεῖς ἐστὲ υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ τῆς διαθήκης ἧς διέθετο ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν, λέγων πρὸς Ἀβραάμ· καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου ἐνευλογηθήσονται πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῆς γῆς»). Ἐπίσης ἀκοῦμε τὸν ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο νὰ ἀποκαλεῖ «πατέρα ἡμῶν» τὸν Ἰσαὰκ (βλ. Ρωμ. 9:10 «Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Ῥεβέκκα ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα, Ἰσαὰκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν») καὶ τὸν Ἀβραάμ «πατέρα πάντων ἡμῶν» (βλ. Ρωμ. 4:16 «Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν») καθὼς καί «πατέρα πάντων τῶν πιστευόντων» (βλ. Ρωμ. 4:11 «Καὶ σημεῖον ἔλαβε περιτομῆς, σφραγῖδα τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πατέρα πάντων τῶν πιστευόντων δι’ ἀκροβυστίας, εἰς τὸ λογισθῆναι καὶ αὐτοῖς τὴν δικαιοσύνην»). Ἀκοῦμε ἐπίσης τὸν ἅγιο Παῦλο νὰ ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του περιφραστικῶς πατέρα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου, μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια τῆς πατρότητος καὶ τῆς υἱότητος (βλ. 1Κορ. 4:15 «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα»). Τὸν ἀκοῦμε ἐπίσης νὰ χρησιμοποιεῖ τὶς ὀνομασίες «πατήρ» καί «τέκνον» μὲ τὴν ἀνθρώπινη βιολογικὴ ἔννοια ἐπαναλαμβάνοντας τὴν Θεία ἐντολὴ τῆς τιμῆς πρὸς τοὺς γονεῖς (βλ. Ἐφεσ. 6:1–4 «Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ· τοῦτο γάρ ἐστι δίκαιον. Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα, ἥτις ἐστὶν ἐντολὴ πρώτη ἐν ἐπαγγελίᾳ, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἔσῃ μακροχρόνιος ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ’ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» & Κολ. 3:21 «Οἱ πατέρες μὴ ἐρεθίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἵνα μὴ ἀθυμῶσιν»). Ἐπίσης τὸν ἀκοῦμε νὰ ἀναφέρεται ταὐτοχρόνως στὴν ἀνθρώπινη πατρότητα καὶ στὴν Θεία Πατρότητα, ὀνομάζοντας «πατέρας» τοὺς ἐπὶ γῆς πατέρες καὶ τὸν Θεὸ Πατέρα (βλ. Ἑβρ. 12:9 «Εἶτα τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα· οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑποταγησόμεθα τῷ Πατρὶ τῶν πνευμάτων καὶ ζήσομεν;»). Ἀκοῦμε ἐπίσης τὸν ἅγιο Ἀπόστολο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο νὰ ἀποκαλεῖ «πατέρα ἡμῶν» τὸν Ἀβραὰμ (βλ. Ἰακ. 2:21 «Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ἡμῶν οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἀνενέγκας Ἰσαὰκ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον;»). Ἀκοῦμε ἐπίσης τὸν ἅγιο Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη νὰ ἀποκαλεῖ «πατέρες» τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας (βλ. 1Ἰωάνν. 2:13 «Γράφω ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ’ ἀρχῆς. Γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρόν»). Ἀκοῦμε ἐπίσης καὶ τὸν Πρωτομάρτυρα ἅγιο Στέφανο νὰ ἀποκαλεῖ «πατέρα» τὸν Ἀβραὰμ καί «πατέρες» τὸν ἀρχιερέα καὶ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Συνεδρίου: «Ὁ δὲ ἔφη· ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαρράν» (Πράξ. 7:2).


Ἂν ἐξετάσουμε τὰ πλαίσια ἐντὸς τῶν ὁποίων εἶπε τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος, κι ὄχι τὴν ξεκομμένη ἐπίμαχη αὐτὴ φράση, θὰ καταλάβουμε ὅτι οἱ Θεῖοι αὐτοὶ λόγοι δὲν ἀποσκοποῦν σὲ μία κατὰ κυριολεξίαν κατανόηση, ἀλλὰ περιέχουν μία ρητορικὴ ὑπερβολή. Αὐτὸ γίνεται εὐκόλως κατανοητὸ ἂν διαβάσουμε ὁλόκληρη τὴν παράγραφο: «Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» (Ματθ. 23:8–10. «Ῥαββί» εἶναι ὁ «διδάσκαλος» ἑβραϊστὶ). Ἂν ἴσχυε τὸ ἐπιχείρημα τῶν ποικίλων φονταμενταλιστῶν γιὰ τὴν κυριολεκτικὴ κατανόηση τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Κυρίου, θὰ ἦσαν πρῶτοι ἐκεῖνοι ἔνοχοι ἁμαρτίας γιὰ τὴν χρῆση τῶν προσφωνήσεων «διδάσκαλος – διδασκάλισσα», «πατέρας – μπαμπᾶς» καί «καθηγητής – καθηγήτρια». Ἂν ἔπρεπε νὰ λάβουμε κατὰ κυριολεξίαν τοὺς λόγους αὐτούς, ὅπως προτείνουν οἱ φονταμενταλιστές, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαγορεύεται καθ’ ὁλοκληρίαν ἡ χρῆση ὄχι μόνον τῆς προσφωνήσεως «πατήρ», ἀλλὰ καὶ τῶν προσφωνήσεων «διδάσκαλος» καί «καθηγητής» μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος προσέταξε τοὺς Ἀποστόλους Του νὰ γίνουν διδάσκαλοι πάντων τῶν ἐθνῶν: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν» (Ματθ. 28:19–20). Ἔτσι, ἐντὸς τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν ὁποία ἐπικαλοῦνται οἱ φονταμενταλιστές, ἀκοῦμε τὸν ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο νὰ ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του «διδάσκαλο τῶν ἐθνῶν» (βλ. 1Τιμ. 2:7 «Εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος, ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, διδάσκαλος ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ» & 2Τιμ. 1:11 «Εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος ἐθνῶν»). Τὸν ἀκοῦμε ἐπίσης νὰ μᾶς διδάσκει ὅτι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς ὅρισε μεταξὺ ἄλλων ἀξιωμάτων καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ «διδασκάλου» (βλ. 1Κορ. 12:27–28 «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν»).


Ἔγραψα παραπάνω ὅτι ἡ ἐπίμαχη αὐτὴ φράση εἶναι μία ρητορικὴ ὑπερβολή. Ἡ ρητορικὴ ὑπερβολὴ εἶναι ἕνα σχῆμα λόγου ποὺ δὲν χρησιμοποιήθηκε μόνον μία φορὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Π.χ. Τὸν ἀκοῦμε νὰ μᾶς διδάσκει: «Εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν. Καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν» (Ματθ. 5:29–30). Ἂν ἔπρεπε νὰ λάβουμε κατὰ κυριολεξίαν τοὺς λόγους αὐτούς, θὰ ἔπρεπε πρῶτοι οἱ φονταμενταλιστὲς νὰ εἶναι ὅλοι τους τυφλοὶ καὶ ἀκρωτηριασμένοι.


Σὲ ποιούς ἀναφερόταν λοιπὸν ὁ Κύριος, καὶ τί ἐννοοῦσε μὲ τοὺς λόγους αὐτούς; Τὸ βλέπουμε ὁλοκάθαρα ἂν διαβάσουμε τὰ προηγούμενα καὶ τὰ ἑπόμενα τῆς ἐπίμαχης φράσεως. Ὁ Κύριος ἀναφερόταν καὶ ἐπέκρινε τοὺς Ἑβραίους ἡγέτες, τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι, «πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. Πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν, φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς, καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ῥαββὶ ῥαββί» (Ματθ. 23:5–7). Γι’ αὐτὸ χρησιμοποίησε ὁ Κύριος τὸ ρητορικὸ σχῆμα τῆς ὑπερβολῆς, ὥστε νὰ καταδείξει τὴν ἁμαρτωλότητα τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι στὴν πραγματικότητα δὲν ἀναγνώριζαν τὸν Θεὸ ὡς πηγὴ πάσης πατρότητος, ἐξουσίας καὶ ἀληθοῦς διδασκαλίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἦσαν ἀνακόλουθοι τοῦ Νόμου ποὺ ἐδίδασκαν καὶ ἔνοχοι παραβάσεως αὐτοῦ, ὅπως περιγράφονται ἀπὸ τὸν Κύριο ἀμέσως στὴν συνέχεια τῆς ἐπιμάχου φράσεως, μὲ τὰ «Οὐαί» κατὰ αὐτῶν (βλ. Ματθ. 23:13–39).



Featured Posts
Recent Posts
Archive
Search By Tags
Δεν υπάρχουν ακόμη ετικέτες.
Follow Us
  • Facebook Basic Square
bottom of page