top of page

Περὶ τῆς Ἀσπίλου Συλλήψεως τῆς Θεοτόκου


Πολλοὶ ἄνθρωποι, ὅταν ἀκοῦν περὶ τῆς Ἀσπίλου (ἢ Ἀμιάντου) Συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, νομίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία διδάσκει πὼς ἡ Παναγία συνελήφθη μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, παρόμοιο μὲ τὸν ὑπερφυσικὸ τρόπο συλλήψεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, δὲν πρόκειται γιὰ κάτι τέτοιο. Ἡ Παναγία συνελήφθη μὲν μὲ φυσιολογικὸ τρόπο, μὲ τὴν συνεύρεση τῶν γονέων της, ὅμως ἡ ψυχή της παραφυλάχθηκε ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ἐξ ἄκρας συλλήψεως, δηλαδὴ μὴ φέρουσα τὸ στίγμα τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα, ἔτσι καὶ ἡ Μαρία εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν σωτηρία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ σώθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, μόνον ποὺ στὴν περίπτωσή της αὐτὸ ἔγινε κατὰ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ὑπάρξεώς της στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας της. Αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ εἶναι κατὰ πάντα ἁγνὴ ἐκείνη ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ἂν καὶ ἀπελάμβαναν μία τέλεια εὐτυχία στὸν Κῆπο τῆς Ἐδέμ, γρήγορα παρασύρθηκαν στὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὸν Διάβολο, μὲ τὴν ἀπατηλὴ ὑπόσχεση ὅτι θὰ γίνουν «ὡς θεοί»[1]. Ἡ ἀνυπακοὴ τῶν πρωτοπλάστων τοὺς ὁδήγησε ὄχι μόνον ἐκτὸς τοῦ Παραδείσου, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀπώλεια τῆς ἁγιάζουσας Χάρης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀθανασίας, ὅπως ἄλλωστε τοὺς εἶχε προειδοποιήσει ὁ Δημιουργός[2].

Τὸ μόνο ποὺ ἀπέμεινε στοὺς πρωτοπλάστους γιὰ νὰ κληροδοτήσει στὴν ἀνθρωπότητα ἦταν ἡ ἁμαρτία καθὼς καὶ ὁ καρπὸς τῆς ἁμαρτίας τους, ὁ θάνατος[3].


Ὁ Θεός, πρὶν ἐκβάλει τοὺς πρωτοπλάστους ἀπὸ τὴν Ἐδὲμ γιὰ τὴν ἀνυπακοή τους, τιμώρησε τὸν Διάβολο (στὴν μορφὴ τοῦ ὄφεως) ὑποσχόμενος τὴν συντριβὴ τῆς κεφαλῆς του ἀπὸ τὸν Υἱὸ τῆς Νέας Εὕας: «Καὶ ἔχθρα θὰ βάλω ἀνάμεσα σ’ ἐσένα καὶ στὴ γυναῖκα, κι ἀνάμεσα στὸ σπέρμα σου καὶ στὸ σπέρμα της. Αὐτὸς θὰ σοῦ συντρίψει τὸ κεφάλι κι ἐσὺ θὰ τοῦ πληγώσεις τὴ φτέρνα»[4].

Τὰ Λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ πρώτη ἀκτίνα φωτὸς μέσα στὸ πυκνὸ σκοτάδι τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνόμασαν τὸ παραπάνω ἐδάφιο «Πρωτευαγγέλιον». Ἐκεῖ, στὸν ἐπίγειο Παράδεισο, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ποὺ μὲ τὴν ἁμαρτία τους ἔγιναν ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ σκλάβοι τοῦ Σατανᾶ, ἄκουσαν τὴν πρώτη ἀναγγελία τῆς Ἐλεύσεως τοῦ Λυτρωτῆ ἀπὸ μία Γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ εἶναι προορισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐχθρὸς τοῦ Διαβόλου καὶ ὄχι σκλάβα του ὅπως ἔγινε ἡ Εὕα. Ἔτσι, ἡ νίκη τοῦ σπέρματός της (τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ) ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ὄφεως εἶναι καὶ δική της νίκη, νίκη τῆς Παναγίας.


Ὁ Θεός, μέσα στὴ Σοφία καὶ τὴν ἄπειρη Ἀγάπη Του, εἶχε προαιωνίως καθορίσει νὰ ἑνωθεῖ ὑποστατικῶς μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Προαιωνίως εἶχε ἐκλέξει μία Μητέρα, γιὰ τὸ Μέγα Μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπίσεώς Του: Τὴν Ἀειπάρθενο Μαρία. Προαιωνίως εἶχε καθορίσει νὰ λάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα στὴν «μακαρία κοιλία»[5] τῆς Μαρίας, ἐξυψώνοντάς την πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ πλάσματά Του καὶ προφυλάσσοντάς την ἐξ ἄκρας συλλήψεως ἀπὸ κάθε ρύπο ἁμαρτίας, ἀκόμη κι αὐτῆς τῆς προπατορικῆς, ὥστε ἡ ἀνθρώπινη φύση ποὺ θὰ ἐλάμβανε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπὸ τὴν Παναγία Μητέρα Του, νὰ εἶναι καθαρὴ καὶ ἄμωμος.


Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ γενικῶς γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅτι: «Τὸν ἔκανες λίγο κατώτερο ἀπ’ τοὺς ἀγγέλους»[6], εἰδικῶς γιὰ τὴν Μαρία ψάλλει: «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», τοποθετώντας την ὑπεράνω τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, τὴν στιγμὴ ποὺ γιὰ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο ἡ Εκκλησία ψάλλει: «ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου»[7], γιὰ τὴν Ἄσπιλη Κόρη τῆς Ναζαρὲτ ψάλλει: «Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ». Πῶς γίνεται κάποιοι νὰ ὀνομάζουν «Ἄχραντον» τὴν Γέννηση τῆς Παναγίας, ἐνῶ τὴν Σύλληψή Της ποὺ προηγεῖται χρονικῶς νὰ τὴ φαντάζονται μὲ τὴν κηλίδα τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας; Ἂν ἡ Παρθένος Κόρη τῆς Ναζαρὲτ γεννήθηκε γιὰ νὰ μᾶς λύσει ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ Διαβόλου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συνελήφθη μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, ἄρα αἰχμάλωτος κι ἡ ἴδια τοῦ Σατανᾶ; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ δεχόμαστε τὴν πλάση τῆς Εὔας, ποὺ ἔγινε μητέρα τῆς κατάρας καὶ τοῦ θανάτου, ἀμέτοχη ἁμαρτίας, καὶ νὰ μὴν ὁμολογήσουμε τουλάχιστον τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴ Μαρία, τὴ Νέα Εὔα, ποὺ εἶναι ἡ Μητέρα τῆς Θείας Χάριτος καὶ τῆς Ζωῆς;

Ὁρισμένοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Μαρία καθαρίστηκε ἀπ’ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό Της, μὲ τὴν ἔλευση σ’ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἐπισκίασή της ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ Ὑψίστου. Ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι σωστή, διότι κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, πρὶν τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ προσφώνησε ὡς ἑξῆς τὴν Παναγία: «χαῖρε κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν»[8]. Πρὶν λοιπὸν ν’ ἀναγγείλει ὁ Γαβριὴλ στὴ Μαρία τὴν ἐκλογή Της ὡς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, πρὶν κὰν τὴν πληροφορήσει ὅτι «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι»[9], ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦταν ἤδη Κεχαριτωμένη. Εἶχε, δηλαδή, ἤδη δεχθεῖ τὴν ἁγιάζουσα χάρη τοῦ Θεοῦ, κι αὐτό, δὲν μποροῦσε νὰ εἶχε συμβεῖ, παρὰ κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς Συλλήψεώς Της. Γι’ αὐτὸ ὁ Γαβριὴλ δὲν ὀνομάζει τὴν Παναγία μὲ τὸ ὄνομά Της, «Μαρία», ἀλλὰ μὲ τὸ ξεχωριστὸ προνόμιο, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὕπαρξή Της ἐξ ἄκρας συλλήψεως: «Κεχαριτωμένη».


Η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΣΠΙΛΟΥ ΣΥΛΛΗΨΕΩΣ


Ἡ Ἄσπιλος Σύλληψις τῆς Παναγίας ἦταν ἐπὶ αἰῶνες ἕνα θεολογούμενο τῆς Δυτικῆς θεολογικῆς σκέψεως, μὲ πολλοὺς ὑποστηρικτές, ἀλλὰ καὶ διάσημους ἀντίθετους σὲ αὐτό, ὅπως ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης, ὁ Ἅγιος Βερνάρδος κ.ἄ., μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἀρκετοὶ Πάπες. Τὶς πρῶτες θεολογικὲς σκέψεις περὶ τῆς Ἀσπίλου Συλλήψεως βρίσκουμε στοὺς ἀρχαίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας: Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων (334/40-397) ἀναγνωρίζει τὴν Παρθένο Μαρία «καθαρὰν διὰ τῆς χάριτος, πάσης κηλῖδος τῆς ἁμαρτίας»[10], ἐνῶ ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος Ἐπίσκοπος Ἰππῶνος (354-430) διακηρύττει «περὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, οὐδεὶς θέλω νὰ γίνηται λόγος, ὁσάκις πρόκειται περὶ ἁμαρτίας, τοῦτο πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου»[11]. Ὁ Ἅγιος Πρόκλος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (446) γράφει γιὰ τὴν Παναγία, ὅτι εἶναι «ἡ ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ πεπλασμένη πηλοῦ» καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (περ. 680-754) ἀναφωνεῖ «ἡ γὰρ φύσις ἥττηται τῇ χάριτι καὶ ἔστηκεν ὑπότρομος, προβαίνειν μὴ φέρουσα. Ἐπεὶ οὖν ἔμελλεν ἡ Θεοτόκος Παρθένος ἐκ τῆς Ἄννης τίκτεσθαι, οὐκ ἐτόλμησεν ἡ φύσις προλαβεῖν τὸ τῆς χάριτος βλάστημα· ἀλλ’ ἔμεινεν ἄκαρπος, ἕως ἡ χάρις τὸν καρπὸν ἐβλάστησεν […] Ὦ ὀσφὺς τοῦ Ἰωακεὶμ παμμακάριστε, ἐξ ἧς κατεβλήθη σπέρμα πανάμωμον! Ὦ μήτρα τῆς Ἄννης ἀοίδημε, ἐν ᾗ ταῖς κατὰ μικρὸν ἐξ αὐτῆς προσθήκης ηὐξήθη […] καὶ διαμορφωθὲν ἐτέχθη βρέφος πανάγιον»[12]. Ὁ Θεόδοτος Ἀγκύρας ὀνομάζει τὴν Ἁγία Παρθένο «κόρην Ἀδὰμ μὴ ὁμοιάζουσαν, παρθένον ἁγνήν, ἄμωμον, ἀκηλίδωτον, ἁγίαν ψυχῇ τε καὶ σώματι, κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν, τὰ πάθη τῆς Εὔας μὴ παιδευθεῖσαν»[13]. Ὁ Γεώργιος, μητροπολίτης Νικομηδείας τῆς Βιθυνίας ἀποκαλεῖ τὴ Θεοτόκο, «ὡραίαν τῇ φύσει, μώμου παντὸς ἀνεπίδεκτον, ἐξῃρημένην τῶν ῥύπων τῆς φύσεως»[14], καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης (726 ἢ 740) ὁ ὑμνωδὸς ψάλλει «Σήμερον, τῇ εὐσεβεῖ Ἄννῃ δέδωκας, Σῶτερ, ἐκ μήτρας γόνιμον καρπόν, ἄσπιλον μητέρα τὴν σήν […]» & «Ἄχραντός σου ἡ γέννησις, Παρθένε ἄχραντε […]»[15].




[1] Γέν. 3:5.


[2] βλ. Γέν. 2:16-17.


[3] «Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6:23).


[4] «Καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν» (Γέν. 3:15).


[5] Βλ. Λουκ. 11:27.


[6] «ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ' ἀγγέλους» (Ψαλμ. 8:6).


[7] Ψαλμ. 50:7.


[8] Λουκ. 1, 28.


[9] Λουκ. 1, 35.


[10] Ὁμιλία ε΄ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως.


[11] De natura et gratia, κεφ.36.


[12] Ὁμιλία α΄ εἰς τὸ Γεννέσιον τῆς Θεοτόκου, Migne P.G. 96, 664.


[13] Ὁμιλία στ΄ εἰς τὴν Θεοτόκον καὶ εἰς τὴν ἁγίαν του Χριστοῦ Γέννησιν.


[14] Ὁμιλία εἰς τὴν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου.


[15] δ΄ & ε΄ ὠδὲς τοῦ κανόνος εἰς τὸ Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, ἀντιστοίχως.

Featured Posts
Recent Posts
Archive
Search By Tags
Δεν υπάρχουν ακόμη ετικέτες.
Follow Us
  • Facebook Basic Square
bottom of page