top of page

Χιτζὰμπ καὶ μαντίλλα: Ὄχι, δὲν εἶναι τὸ ἴδιο!

Πατὴρ Δημήτριος.

I. Ἀμήχανοι προοδευτικάριοι.


Μὲ ἀφορμὴ τὶς πρόσφατες ταραχὲς στὸ Ἰράν, ποὺ ξέσπασαν μετὰ τὸ θάνατο μιᾶς νεαρᾶς κοπέλας ἡ ὁποία συνελήφθη ἀπὸ τὴν Ἀστυνομία Ἠθῶν ἐπειδὴ χαλάρωσε τὸ διὰ νόμου ὑποχρεωτικὸ χιτζὰμπ καὶ ἄφησε νὰ φανοῦν τὰ μαλλιά της, οἱ γνωστοὶ προοδευτικάριοι κονδυλοφόροι ἄρχισαν καὶ πάλι τὴν ἐπίθεση. Ἐπίθεση στὸ Ἰσλάμ; Ὄχι, βέβαια. Ἐπίθεση στὸν Χριστιανισμό, ὅπως ἀρέσκονται νὰ κάνουν.


Οἱ ἴδιοι, ἐδῶ καὶ χρόνια, ἀρθρογραφοῦσαν ὑπὲρ τοῦ «δικαιώματος» τῶν μουσουλμανίδων νὰ φοροῦν τὸ χιτζάμπ (τὸ ὁποῖο, ὡς πονηροί, τὸ ὀνομάζουν «μαντίλλα» καὶ ὄχι χιτζάμπ, νικάμπ, τσαντὸρ ἤ μποῦργκα), καὶ σκάρωναν βιντεάκια, ὅπου ἔδειχναν στὶς Ἑλληνίδες πῶς νὰ φοροῦν σωστὰ τὸ χιτζάμπ, προκειμένου νὰ εἶναι «ἀλληλέγγυες» πρὸς τὶς μουσουλμανίδες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀμηχανία τους μπροστὰ στὸ ξέσπασμα ὀργῆς τῶν γυναικῶν τοῦ Ἰράν· διότι τοὺς κατέστρεψε τὸ ἀφήγημα περί «δικαιωματισμοῦ». Ὁπότε, τί ἄλλο μποροῦσαν νὰ πράξουν οἱ ὄψιμοι καιροσκόποι ὑποστηρικτὲς τοῦ ἰσλαμικοῦ πολιτισμοῦ καὶ πάσης ἀντιχριστιανικῆς ἀνοησίας; Νὰ ἐπιτεθοῦν στὸν Χριστιανισμό, λέγοντας: «Ναί, καλὰ μὲ τὸ Ἰσλάμ. Ὅμως, καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπιβάλλει στὶς γυναῖκες νὰ κυκλοφοροῦν μὲ κάλυμμα στὸ κεφάλι τους!». Ἔτσι, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, ἀντέγραφαν τὶς προτροπὲς τοῦ Ἁποστόλου Παύλου πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου.


II. Ἀρχαιοβαρεμμένοι, οἱ «χρήσιμοι ἠλίθιοι» στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ταφικὸ εἰδώλιο τοῦ 4ου π.Χ. αἰ. ἀπὸ τὴν Κασσάνδρα τῆς Χαλιδικῆς (ἀρχαία Ἄφυτις), ὅπου βλέπουμε τὴν καθημερινὴ ἐνδυμασία τῶν Ἑλληνίδων μὲ «μποῦργκα».
Ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ταφικὸ εἰδώλιο τοῦ 4ου π.Χ. αἰ. ἀπὸ τὴν Κασσάνδρα τῆς Χαλιδικῆς (ἀρχαία Ἄφυτις), ὅπου βλέπουμε τὴν καθημερινὴ ἐνδυμασία τῶν Ἑλληνίδων μὲ «μποῦργκα».

Ὁ μέσος Νεο-Ἕλλην ἀρχαιοβαρεμμένος, ὡς ἀμαθής, ὡς ρέπων καὶ ἀλληθωρίζων πρὸς τὸ «ἀρχαῖον πνεῦμα, ἀθάνατον», διότι ἁπλούστατα δὲν διαθέτει δικό του σύγχρονο, ἄρχισε ν’ ἀναφωνεῖ μέσῳ τῶν κοινωνικῶν δικτύων: «Νά, μωρέ! Κι ἡ Ἐκκλησία τῶν τραγοπαππάδων, ποὺ πιστεύουν στὸν θεὸ τῶν Ἑβραίων γιδοβοσκῶν, τὰ ἴδια λέει! Καμμία σχέση μὲ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πολιτισμό!».


Πρὶν λοιπὸν νὰ ἰδοῦμε τί ἀκριβῶς λέει ὁ ἅγ. Παῦλος καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἂς ἀπαντήσουμε σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀρχαιοβαρεμμένους. Πρῶτα, νὰ τοὺς ἀποκαλύψουμε ὅτι πραγματικοὶ «τραγοπαππᾶδες» ἦσαν οἱ ἀρχαῖοι λάτρες τοῦ Διονύσου, οἱ ὁποῖοι μετεμφιέζοντο σὲ τράγους, φορῶντας δέρματα τράγων γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν θεό τους (βλ. τραγῳδία). Ἐπίσης, νὰ τοὺς ἀποκαλύψουμε ὅτι τὸ πλέον διαδεδομένο ἐπάγγελμα στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα (ἀλλὰ καὶ στὴ νεωτέρα μέχρι πρὶν ἀπὸ 100 χρόνια) δὲν ἦταν ἡ φιλοσοφία ἀλλὰ ἡ κτηνοτροφία, κυρίως δὲ ἡ βοσκὴ ἀμνοεριφίων. Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι καὶ οἱ ἴδιοι ἀπόγονοι γιδοβοσκῶν, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ Ἑβραῖοι. Τέλος, ἐπειδὴ κατ’ ἐπιρροὴν τοῦ Χόλλυγουντ (κυρίως αὐτὲς εἶναι οἱ προσλαμβάνουσές τους περὶ ἀρχαίας Ἑλλάδος) φαντασιώνονται τὶς ἀρχαῖες Ἑλληνίδες, ὡς ἐλαφρῶς ἐνδεδυμένες, μὲ ντεκολτὲ κλπ., καλὸ θὰ ἦταν νὰ μελετήσουν λίγο τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἐνδυματολογία, πρὶν γράψουν τὶς ἀνοησίες τους. Πρὸς ἐνημέρωσίν τους, παραθέτω ἀπόσπασμα ἀπὸ τό «Περὶ τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι Πόλεων» τοῦ Ἡρακλείδου τοῦ Κριτικοῦ, ὅπου δίδεται ἡ περιγραφὴ τῆς ἐνδυμασίας τῶν γυναικῶν τῆς Θήβας τοῦ 3ου π.Χ. αἰ., ἡ ὁποία εἶναι ἐν τοῖς πράγμασι τὸ «νικάμπ», ὁλόϊδιο μὲ αὐτὸ τῶν μουσουλμανίδων:


«Τὸ τῶν ἱματίων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς κάλυμμα τοιοῦτόν ἐστιν, [ὥστε] ὥσπερ προσωπιδίῳ δοκεῖν πᾶν τὸ πρόσωπον κατειλῆφθαι. Οἱ γὰρ ὀφθαλμοὶ διαφαίνονται μόνον, τὰ δὲ λοιπὰ μέρη τοῦ προσώπου πάντα κατέχεται τοῖς ἱματίοις».


Στὴ φωτογραφία: Ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ταφικὸ εἰδώλιο τοῦ 4ου π.Χ. αἰ. ἀπὸ τὴν Κασσάνδρα τῆς Χαλιδικῆς (ἀρχαία Ἄφυτις), ὅπου βλέπουμε τὴν καθημερινὴ ἐνδυμασία τῶν Ἑλληνίδων μὲ «μποῦργκα».


III. Οἱ λατρευτικὲς ὁδηγίες τοῦ ἁγ. Παύλου πρὸς τοὺς Κορινθίους.

Σὲ ὅλες τὶς κοινωνίες, ἡ καθημερινὴ ἔνδυση ἀκολουθεῖ κάποιους ἄτυπους ἐθιμικοὺς κανόνες, διότι ἡ ἐνδυμασία μεταφέρει ἰσχυρὰ μηνύματα γιὰ τὸ φῦλο, τὴν κοινωνικὴ θέση καὶ τὴ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Μέχρι πρὶν κάποιες δεκαετίες τὸ πέρασμα τῶν ἀγοριῶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία στὴν ἐφηβεία καὶ τὴν ἐνηλικίωση σηματοδοτεῖτο μὲ τὴν ἀντικατάσταση τῶν κοντῶν παντελονιῶν μὲ μακρυά. Ἐπίσης στὴν Εὐρώπη, μέχρι τὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ κτένισμα «ἀλογοουρά» προοριζόταν γιὰ τὰ μικρὰ κορίτσια καὶ τὶς νεαρὲς δεσποινίδες (γιὰ τὶς τελευταῖες ἦταν ἐπίσης καὶ μιὰ ἄτυπη δήλωση ὅτι εἶναι ἐλεύθερες γιὰ γάμο), καὶ ἦταν πολὺ σπάνιο σὲ παντρεμένες γυναῖκες. Ἐπίσης, μέχρι λίαν προσφάτως, ἡ μαυροφορία τῶν χηρῶν στὴν Ἑλλάδα (ἀλλὰ καὶ στὸν Δυτικὸ κόσμο ἐν γένει) ἦταν κοινωνικῶς ἐπιβεβλημένη, ὡς ἔνδειξη πένθους γιὰ τοὺς ἄλλους, ἐνῶ μέχρι σήμερα οἱ ἔγγαμοι φοροῦν βέρες, προκειμένου νὰ δηλώσουν ὅτι δὲν εἶναι ἐρωτικῶς διαθέσιμοι. Ἡ δὲ ἀφαίρεση τῆς βέρας ἀπὸ νυμφευμένο προκειμένου νὰ φλερτάρει ἐλεύθερα, θεωρεῖται δολιότητα καὶ ἀνηθικότητα.


Στὴ ρωμαϊκὴ καὶ ἑλληνιστικὴ κοινωνία, ὅπως αὐτὴ τῆς Κορίνθου τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, ἐνῶ οἱ νεαρὲς ἀνύπαντρες κοπέλες κυκλοφοροῦσαν εἴτε μὲ πέπλο εἴτε χωρίς, μιὰ ἀξιοσέβαστη παντρεμένη γυναῖκα (ἢ χήρα) ἔπρεπε νὰ ἐμφανίζεται δημοσίως μὲ μαζεμένα τὰ μαλλιά της καὶ καλυμμένα μὲ πέπλο, ὡς ἔνδειξη πιστότητος πρὸς τὸν σύζυγό της καὶ ὡς σῆμα στοὺς ἄλλους ἄνδρες ὅτι δὲν εἶναι σεξουαλικῶς διαθέσιμη. Μιὰ παντρεμένη γυναῖκα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ κυκλοφοροῦσε χωρὶς πέπλο, ἔδινε τὸ σῆμα ὅτι ἦταν χαλαρῶν ἠθῶν. Παραλλήλως, οἱ ἄνδρες ἔφεραν σκούφους ἢ ἄλλα καλύμματα κεφαλῆς, ἐνῶ οἱ δούλοι κυκλοφοροῦσαν ἀσκεπεῖς, κάτι ποὺ ἦταν δηλωτικὸ τῆς δουλείας τους.


Ἡ συνάθροιση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν, τῆς Κορίνθου ἢ οἱασδήποτε ἄλλης πόλεως, γιὰ τὴν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἂν καὶ συνήθως γινόταν στὶς ἰδιωτικὲς κατοικίες τῶν περισσότερο εὐκαταστάτων Χριστιανῶν, δὲν ἔπαυε (ὅπως δὲν παύει ποτὲ) νὰ εἶναι ἡ δημόσια λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε ἂν μιὰ παντρεμένη γυναῖκα εἰσερχόταν στὴ σύναξη μὲ καλυμμένο τὸ κεφάλι της, ἔπρεπε νὰ παραμείνει ἔτσι, διότι τὸ νὰ ἀφαιρέσει τὸ πέλο της, ἔφερνε σὲ ἀμηχανία ὄχι μόνον τὸν ἄνδρα της, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἦταν τὸ σῆμα πὼς εἶναι σεξουαλικῶς διαθέσιμη καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ φλερτάρει.


Μερικὲς Χριστιανὲς γυναῖκες τῆς Κορίνθου, κατανοῶντας στρεβλῶς τὴν ἐν Χριστῷ ἰσοτιμία τους μὲ τοὺς ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας (βλ. Γαλ. 3:27-28, «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»), θέλησαν νὰ μιμηθοῦν τοὺς ἄνδρες — οἱ ὁποῖοι ἀφαιροῦσαν τὰ καλύμματα τῆς κεφαλῆς τους κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς (ἔνδειξη ὅτι εἶναι πλέον δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριός τους) — καὶ νὰ καταργήσουν τὶς κοινωνικὲς συμβάσεις, ὅπως τὸ πέπλο τῶν παντρεμένων, παρακούωντας τὴν ἀποστολικὴ ἐπιταγή, «ἕκαστος ἐν ᾧ ἐκλήθη, ἀδελφοί, ἐν τούτῳ μενέτω παρὰ Θεῷ» (1Κορ. 7:24). Αὐτὴ ἡ ἀποστολικὴ ἐπιταγὴ σημαίνει, σὺν τοῖς ἄλλοις πώς, ἀσχέτως τῆς ἰσοτιμίας, ὁ Χριστὸς δὲν καταργεῖ τὰ φῦλα, τὶς ἰδιαιτερότητές τους καὶ τὸν ρόλο τους: Στὴν Ἐκκλησία, οἱ ἄνδρες παραμένουν ἄνδρες καὶ οἱ γυναῖκες παραμένουν γυναῖκες, οἱ σύζυγοι παραμένουν σύζυγοι. Ἡ ἐν Χριστῷ ἰσοτιμία τῶν πιστῶν δὲν καταργεῖ οὔτε τὸ φῦλο τοῦ ἀνθρώπου οὔτε τὸν γάμο, διότι καὶ τὰ δύο ἦσαν μέρος τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ πρὸ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, βάζοντας τὰ πράγματα στὴ θέση τους, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιπλήττει τὴ συμπεριφορὰ αὐτὴ κάποιων ἐγγάμων Χριστιανῶν γυναικῶν τῆς Κορίνθου, γράφoντας:


«Θέλω δὲ ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι παντὸς ἀνδρὸς ἡ κεφαλὴ ὁ Χριστός ἐστι, κεφαλὴ δὲ γυναικὸς ὁ ἀνήρ, κεφαλὴ δὲ Χριστοῦ ὁ Θεός. Πᾶς ἀνὴρ προσευχόμενος ἢ προφητεύων κατὰ κεφαλῆς ἔχων καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Πᾶσα δὲ γυνὴ προσευχομένη ἢ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει τὴν κεφαλὴν ἑαυτῆς· ἓν γάρ ἐστι καὶ τὸ αὐτὸ τῇ ἐξυρημένῃ. Εἰ γὰρ οὐ κατακαλύπτεται γυνή, καὶ κειράσθω· εἰ δὲ αἰσχρὸν γυναικὶ τὸ κείρασθαι ἢ ξυρᾶσθαι, κατακαλυπτέσθω. Ἀνὴρ μὲν γὰρ οὐκ ὀφείλει κατακαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν, εἰκὼν καὶ δόξα Θεοῦ ὑπάρχων· ἡ γυνὴ δὲ δόξα ἀνδρός ἐστιν. Οὐ γάρ ἐστιν ἀνὴρ ἐκ γυναικός, ἀλλὰ γυνὴ ἐξ ἀνδρός· καὶ γὰρ οὐκ ἐκτίσθη ἀνὴρ διὰ τὴν γυναῖκα, ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα. Διὰ τοῦτο ὀφείλει ἡ γυνὴ ἐξουσίαν ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς διὰ τοὺς ἀγγέλους. Πλὴν οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικὸς οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς ἐν Κυρίῳ· ὥσπερ γὰρ ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ ἀνδρός, οὕτω καὶ ὁ ἀνὴρ διὰ τῆς γυναικός, τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ἐν ὑμῖν αὐτοῖς κρίνατε· πρέπον ἐστὶ γυναῖκα ἀκατακάλυπτον τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι; Ἢ οὐδὲ αὐτὴ ἡ φύσις διδάσκει ὑμᾶς ὅτι ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ δόξα αὐτῇ ἐστιν; Ὅτι ἡ κόμη ἀντὶ περιβολαίου δέδοται αὐτῇ. Εἰ δέ τις δοκεῖ φιλόνεικος εἶναι, ἡμεῖς τοιαύτην συνήθειαν οὐκ ἔχομεν, οὐδὲ αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ. (1Κορ. 11:3-16).


Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ ἅγιος Παῦλος δὲν ἐπέβαλε στὶς παντρεμένες γυναῖκες τῆς ἐποχῆς του νὰ κυκλοφοροῦν σὲ ὅλη τὴ ζωή τους μὲ καλυμμένο τὸ κεφάλι, ἀλλὰ νὰ παραμένουν καλυμμένες κατὰ τὴ δημόσια προσευχή, ὅπως θὰ ἔκαναν καὶ σὲ κάθε ἄλλη δημόσια ἐκδήλωση, κατὰ τὸ ἔθιμο τῆς τότε ἐποχῆς.


Ὁ ἅγ. Παῦλος δὲν θεώρησε ὡς ζήτημα πίστεως τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τῶν παντρεμένων γυναικῶν. Καταδίκασε ὅμως τὰ κίνητρα τῶν ἀτάκτων γυναικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου γιὰ τὴν ἀπόρριψή του, ποὺ ἦταν ἡ ἐπιθυμία δηλώσεως ἀνεξαρτησίας ἀπὸ τοὺς συζύγους τους καὶ ἡ ἀπόρριψη τῶν πολιτιστικῶν ἠθῶν τῆς ἐποχῆς, σὰν νὰ εἶχε καταργηθεῖ ἡ διαφορὰ (νὰ μὴ συγχέεται μὲ τὴν ἰσοτιμία) τῶν δύο φύλων. Στὶς γυναῖκες ἐκεῖνες ἀπευθύνεται, ἀπαιτώντας νὰ διατηρηθοῦν τὰ πολιτιστικὰ ἤθη. Γι’ αὐτὸ καλεῖ τὶς γυναῖκες, ποὺ ἤθελαν νὰ προσεύχονται χωρὶς κάλυμμα κεφαλῆς, νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι πρέπει νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ ὄχι μόνον μὲ τὴν ἀτομικὴ καὶ δημόσια προσευχὴ καὶ λατρεία, ἀλλὰ καὶ τιμώντας τοὺς ἄνδρες τους. Οὔτε ὁ ἄνδρας οὔτε ἡ γυναῖκα στὸν ἐν Χριστῷ Γάμο εἶναι ἀτομικὲς μονάδες. Ὁ καθένας ἐκ τῶν συζύγων πρέπει νὰ ἔλθει στὸν Χριστὸ μέσῳ τῆς ὑπηρεσίας πρὸς τὸν ἄλλον. Γι’ αὐτὸ καὶ παρακάτω ὁ Ἀπόστολος ὑπενθυμίζει ἐπίσης στοὺς ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι μπαίνουν εὔκολα στὸν πειρασμὸ νὰ κυριαρχήσουν δεσποτικῶς ἐπὶ τῶν συζύγων τους, ὅτι οἱ ἴδιοι προέρχονται ἀπὸ τὴν γυναῖκα (πλὴν οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικὸς οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς ἐν Κυρίῳ· ὥσπερ γὰρ ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ ἀνδρός, οὕτω καὶ ὁ ἀνὴρ διὰ τῆς γυναικός, τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ), ὅτι καὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι «αὐτοκέφαλοι» ἀλλὰ ἔχουν κεφαλὴ τὸν Χριστό, κι ὅτι πρέπει νὰ ἀντανακλοῦν τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ στὴ σύζυγό τους, κι ὄχι στὸν ἑαυτό τους.


IV. Ἔνσταση: Ἀφοῦ τὰ δύο φῦλα εἶναι ἰσότιμα ἐν Χριστῷ, γιατί λέει ὁ ἅγ. Παῦλος ὅτι κεφαλὴ τῆς γυναικὸς εἶναι ὁ ἄνδρας;

Ἡ ἱεραρχικὴ δομὴ σημαίνει «τάξη», καὶ ἡ τάξη σημαίνει «εἰρήνη»: Ἡ τάξη διέπει ὅλο τὸ σύμπαν, καὶ ἔχει ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅ ἅγιος Παῦλος ἐπιπλήττει τοὺς Κορινθίους καὶ στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς του, γιὰ φαινόμενα ὀχλαγωγίας καὶ ἀταξίας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καταλήγοντας: «Οὐ γάρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλὰ εἰρήνης» (1Κορ. 14:33). Ἡ Ἐκκλησία, τόσο ἡ στρατευομένη ὅσο καὶ ἡ θριαμβεύουσα, διέπεται ἀπὸ μιὰ ἱεραρχικὴ δομή, μὲ κορυφὴ τὴν Ἁγία Τριάδα, τὸν ἕνα καὶ μόνο Θεό. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι «δημοκρατία», ἀλλὰ Βασιλεία, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἰσχύουν ἐντὸς της πρεσβεῖα καὶ πρωτεῖα.


Δύο πρεσβύτεροι (ἱερεῖς) εἶναι ἰσότιμοι, διότι ἔχουν τὸν ἴδιο βαθμὸ ἱερωσύνης· ἐν τούτοις ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀρχαιότερος ἐκ τῶν δύο ἀπολαμβάνει τὰ πρεσβεῖα τῆς ἰερωσύνης, δηλαδὴ ὁ νεώτερος ἱερεὺς τοῦ ὀφείλει σεβασμό. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα, παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι ἰσότιμοι ἐν Χριστῷ, μετέχοντας ὁμοῦ στὸ βασίλειον ἱεράτευμα, ἐν τούτοις ὁ ἄνδρας ἔχει τὰ πρεσβεῖα τῆς Δημιουργίας, ὅπως εἴδαμε νὰ γράφει παραπάνω ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα πρεσβεῖα δέον νὰ εἶναι σεβαστὰ ἀπὸ τὴ γυναῖκα του.


V. Πρωτεῖα καὶ πρεσβεῖα: Μιὰ ἐντελῶς παρεξηγημένη ἔκφραση μεταξὺ τῶν συζύγων.

Διαβάζοντας τὰ παραπάνω, πολλοὶ ἴσως σκεφθοῦν ὅτι τὸ πρωτεῖο τοῦ ἀνδρὸς ἔναντι τῆς συζύγου του σημαίνει ὅτι δύναται νὰ τῆς συμπεριφέρεται μὲ αὐταρχικότητα, μὲ ἀναίδεια, χωρὶς σεβασμό, χωρὶς ἀγάπη, ὡς δυνάστης, ὡς δεσπότης. Ἂν κάποιος ἔβγαλε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἁγ. Παύλου αὐτὸ τὸ συμπέρασμα, εἶναι ἁπλῶς ἕνας πονηρὸς ἄνθρωπος ποὺ ἐφευρίσκει προφάσεις γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Στὴν πραγματικότητα, «πρωτεῖο» σημαίνει ἀγάπη μέχρι αὐτοθυσίας, κατὰ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴν Νύμφη Του, γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ὁ Ἀπόστολος παρομοιάζει τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας: «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν» (Ἐφεσ. 5:32). Ἔτσι, μὲ τὴ θυσιαστική του ἀγάπη, ὁ ἄνδρας θὰ κερδίσει τὸ σεβασμὸ τῆς συζύγου του, διότι ὁ σεβασμὸς στὸν γάμο, ὅπως καὶ κάθε ἄλλος σεβασμός, περισσότερο κερδίζεται, παρὰ ἐπιβάλλεται. Μὴ ξενχᾶμε ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἔχει πεῖ ὅτι τὰ πρωτεῖα μεταξὺ Χριστανῶν δέον νὰ διαφέρουν τῶν πρωτείων τοῦ κόσμου: «Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν· ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος· καὶ ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. 20:25-28).


VI. Τί εἶναι ἡ μαντίλλα;

Ἔγραψα στὴν ἀρχή, ὅτι οἱ πονηροὶ προοδευτικάριοι ὀνομάζουν ἐπίτηδες «μαντίλλες», τὸ χιτζὰμπ καὶ τὰ λοιπὰ παρόμοια ἐνδύματα τῶν μουσουλμανίδων. Κι αὐτό, ἐπειδὴ ἡ μαντίλλα εἶναι χριστιανική. Τί εἶναι ὅμως ἡ μαντίλλα;


Σταδιακῶς, μὲ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα στὸν Μεσαίωνα, ἄλλαξε —ὅπως ἦταν φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο— καὶ ἡ ἐνδυμασία, καὶ τὰ ρωμαϊκὰ ἔθιμα περὶ τῆς καλύψεως τῆς κεφαλῆς τῶν παντρεμένων γυναικῶν, ἂν καὶ οἱ διάφοροι πῖλοι καὶ σκοῦφοι ἐξακολουθοῦσαν νὰ εἶναι ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς καθημερινῆς ἐνδυμασίας. Ἡ Ἐκκλησία, πιστὴ στὸν λόγο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐξακολούθησε νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες νὰ ἀποκαλύπτονται κατὰ τὴν εἴσοδό τους στὸν ναό, ἐνῶ ἀντιστοίχως ἀπαιτοῦσε τὴν κάλυψη τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν. Στὸ κάλυμμα αὐτό, ποὺ ἦταν οὐσιαστικῶς ἕνα ἐλαφρὺ πέπλο, καὶ δεδομένου ὅτι ἐξέλειπε πλέον ἡ σημασία του ὡς διακριτικὸ μεταξὺ τῶν ἐγγάμων γυναικῶν καὶ τῶν παρθένων, ἐδόθη μιὰ διάσταση σχεδὸν λειτουργικοῦ ἀμφίου (παρακάτω θὰ ἐξηγήσουμε τὸ γιατί), καὶ ὁ σχεδιασμός του ἀκολούθησε τὸν σχεδιασμὸ τῶν λειτουργικῶν ἀμφίων. Στὴν Ἰσπανία τοῦ 16ου αἰῶνος, ἡ μαντίλλα ἔφτασε σὲ ἕνα καλλιτεχνικὸ ἀπόγειο, μὲ τὴν κατασκευή του ἀπὸ περίτεχνες δαντέλλες. Ἀπὸ ἐκεῖ, διεδόθη ταχύτατα σὲ ὅλον τὸν Καθολικὸ κόσμο, ἂν καὶ τὸ κάλυμμα τῆς γυναικείας κεφαλῆς ἐδύνατο νὰ εἶναι οἱοδήποτε καπέλλο, καπελλῖνο ἢ μανδήλι.


VII. Ποιά εἶναι ἡ θεολογικὴ σημασία τῆς μαντίλλας;

Στὴν Ἐκκλησία, καλύπτουμε διὰ πέπλου ὅ,τι τὸ ἱερότερο: Τὴν ἁγία Τράπεζα, τὸ ἅγιο Ποτήριο, τὸ ἱερὸ Ἀρτοφόριο κλπ. Καὶ οἱ ἱερεῖς, προκειμένου νὰ προσφέρουν τὴν Θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καλύπτονται μὲ πολλὰ διαφορετικὰ λειτουργικὰ ἄμφια. Τὸ κάλυμμα κεφαλῆς λοιπὸν τῶν γυναικῶν, γίνεται —ἐκτὸς τῶν λόγων ποὺ ἐξηγεῖ ὁ ἅγ. Παῦλος— καὶ πρὸς ὑπόδειξιν τῆς ἱερότητος τοῦ γυναικείου φύλου στοὺς ἄνδρες (οἱ ὁποῖοι εὔκολα ξεπέφτουν στὸν σωβινισμὸ καὶ τὴν ἀναίδεια πρὸς τὸ γυναικεῖο φῦλο). Πρόκειται γιὰ τὴν καθυπόδειξη τῆς ἱερότητος τῆς παρθενίας τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν, τῆς ἱερότητος τοῦ συζυγικοῦ βίου τῶν παντρεμένων γυναικῶν, τῆς ἱερότητος τῆς μητρότητος τῶν μητέρων, ἐκ τῶν ὁποίων ἐξ ἄλλου γεννῶνται καὶ οἱ ἄνδρες.


Ἡ ὑποχρέωση γιὰ τὴν κάλυψη τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν ἴσχυε μέχρι τὴ δεκαετία τοῦ 1970, ὁπότε καὶ ἄλλαξε τὸ Κανονικὸ Δίκαιο, μιᾶς καὶ πλέον τὸ καπέλλο, τὸ ἄλλοτε ἀπαραίτητο ἀξεσουὰρ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, περιέπεσε σὲ ἀχρηστία. Παρ’ ὅλη τὴν ἄρση τοῦ σχετικοῦ κανόνος, πολλὲς γυναῖκες σήμερα ἐπιστρέφουν οἰκειοθελῶς στὴ χρῆση τῆς μαντίλλας κατὰ τὶς Ἐκκλησιαστικὲς Ἀκολουθίες, ἀναγνωρίζοντας τὴν τεράστια θεολογικὴ σημασία της.


Καταλαβαίνει, λοιπόν, καὶ ὁ πλέον ἀδαῆς, ὅτι καμμία σχέση δὲν ἔχει ἡ χριστιανικὴ μαντίλλα, αὐτὸ τὸ «λειτουργικό» ἔνδυμα τῶν Χριστιανῶν γυναικῶν, μὲ τὶς μποῦργκες, τὰ τσαντὸρ κ.τ.τ. ποὺ ἐπιβάλλονται στὶς δύστυχες μουσουλμάνες διὰ βίου.

Στὴν φωτογραφία: Τὸ συμπουὰρ (κιβώριον), που προορίζεται γιὰ τὴ φύλαξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καλύπτεται διὰ εἰδικοῦ πέπλου ὅταν περιέχει τὸ Ἁγιώτατο αὐτὸ Μυστήριο.


VIII. Ἔνσταση: Γιατί γίνεται διάκριση, καὶ ἀπαιτεῖται μόνον ἀπὸ τὶς γυναῖκες εἰδικὴ περιβολὴ στὴν Ἐκκλησία;

Οὐδὲν ψευδέστερον τούτου. Ἡ Ἐκκλησία ἀπαιτεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες νὰ εἰσέρχονται ἐνδεδυμένοι σεμνά, μὲ ἐνδύματα ποὺ ἀποπνέουν σοβαρότητα. Ἔτσι ἀπαγορεύει ἐπίσης στοὺς ἄνδρες νὰ εἰσέρχονται στὸν ναὸ μὲ σόρτς, μὲ ἀθλητικὴ περιβολὴ ἢ μὲ ροῦχα ποὺ φέρουν τεράστια λογότυπα, σχέδια, συνθήματα κλπ.


IX. Δὲν εἶναι κατὰ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, νὰ τοῦ ἐπιβάλλεται ἕνας συγκεκριμένος τρόπος ντυσίματος στοὺς Χριστιανικοὺς ναούς;

Ὄχι, δὲν εἶναι. Εἶναι προϋπόθεση εἰσόδου. Οὐδεὶς ὑποχρεώνει κάποιον νὰ εἰσέλθει στὸν ναό, ὅμως ὅταν εἰσέρχεται πρέπει νὰ εἶναι καταλλήλως ἐνδεδυμένος. Ἀναλόγως τῆς σοβαρότητος ἐνὸς χώρου καὶ τῆς σημαντικότητος ἑνὸς γεγονότος, εἶναι πολὺ συνηθισμένο νὰ ἐπιβάλλεται καὶ ἡ ἀνάλογη ἐνδυμασία. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι πλάζ, ὥστε νὰ ἐπιδεικνύονται τὰ σωματικὰ κάλλη, οὔτε νυχτερινὸ κέντρο διασκεδάσεως. Εἶναι χῶρος ἱερός, ὅπου τελεῖται ἡ Θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ οἱ πιστοὶ μεταλαμβάνουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.


Σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις, ὅπου σὲ πολλὰ διάσημα ἀνὰ τὸν κόσμο ἐστιατόρια πολυτελείας ἀπαιτεῖται εἰδικὸ ἐνδυματολογικὸ πρωτόκολλο προκειμένου νὰ εἰσέλθει ἕνας πελάτης, αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ στέρηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μιὰ προϋπόθεση γιὰ τὴν εἴσοδό του σὲ αὐτά. Ἀντιγράφω ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα τοῦ «Les Trois Chevaux», τοῦ διάσημου ἐστιατορίου τῆς Ν. Ὑόρκης:


«Ἀναμένουμε ἀπὸ τοὺς καλεσμένους μας νὰ καταφθάσουν μὲ ἔνδυμα κατάλληλο γιὰ δεῖπνο, ὥστε νὰ τιμήσουν τὸ στὺλ ποὺ δύναται τὸ κέντρο τῆς πόλεως τῆς Νέας Ὑόρκης νὰ φέρει. Τὰ μπλοῦ-τζῆν, τὰ σόρτς καὶ τὰ ἀθλητικὰ παπούτσια ἀπαγορεύονται αὐστηρῶς. Ἂν καὶ οἱ γραβάτες δὲν ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν κεντρικὴ αἴθουσα καὶ τὸ μπάρ, ἐν τούτοις σᾶς παρακαλοῦμε εὐγενικὰ νὰ φορᾶτε σακκάκι δείπνου καθ’ ὅλο τὸν χρόνο ποὺ θὰ ἀπολαμβάνετε μαζί μας».

Featured Posts
Recent Posts
Archive
Search By Tags
Δεν υπάρχουν ακόμη ετικέτες.
Follow Us
  • Facebook Basic Square
bottom of page