top of page

Ἁγία Τζέμμα Γκαλγκάνι, τὸ πολύτιμο πετράδι τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Τζέμμα-Οὐμπέρτα-Μαρία Γκαλγκάνι, γνωστή ὡς ἁγία Τζέμμα[1] Γκαλγκάνι, γεννήθηκε στίς 12 Μαρτίου 1878, στό Camigliano, ἕνα χωριό κοντά στή Λούκκα τῆς Τοσκάνης (Ἰταλία). Ὁ πατέρας της, Ἐρρίκος, ἦταν φαρμακοποιός καί καταγόταν ἀπό τήν ἴδια οἰκογένεια μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη Λεονάρντι[2]. Ἡ μητέρα της, Ἀουρέλια, ἦταν ἐπίσης εὐγενικῆς καταγωγῆς. Τό ζεῦγος Γκαλγκάνι εἶχε εὐλογηθεῖ μέ τήν ἀπόκτηση ὀκτώ παιδιῶν. Ἡ Τζέμμα ἦταν τό πέμπτο παιδί καί πρῶτο κορίτσι στήν οἰκογένεια. Παρά τήν ἐπιθυμία τοῦ παπποῦ της, Κάρλο, πού ἤθελε ἡ ἐγγονή του να ὀνομασθεῖ Οὐμπέρτα-Πία, ὑπερίσχυσε ἡ πρόταση τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατέρα της, Μαουρίτζιο, πού πρότεινε τό ὄνομα Τζέμμα, τό ὁποῖο σημαίνει, «πολύτιμο πετράδι». Ἡ μητέρα της, Ἀουρέλια, ἀρχικῶς δέν ἤθελε τό ὄνομα αὐτό ἕνεκεν εὐλαβείας, διότι, ὅπως ἔλεγε, δέν ὑπάρχει κάποια ἁγία Τζέμμα. Οἱ ἀντιρρήσεις της ἐκάμφθησαν μετά τήν προφητική παρέμβαση τοῦ ἐφημερίου, Ντόν Ὀλίβιο Ντινέλλι, ὁ ὁποῖος εὐχήθηκε στήν Ἀουρέλια γιά τήν κόρη της, νά γίνει ἁγία, ὥστε νά καλύψει τό κενό τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ στόν Οὐρανό. Ἡ Τζέμμα ἀνέπτυξε μία ἀκαταμάχητη ἕλξη γιά τήν προσευχή, ἀπό τότε ἀκόμα πού ἦταν πολύ μικρή. Αὐτό ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀγωγῆς πού λάμβανε ἀπό τήν μητέρα της, ἡ ὁποία δίδαξε στήν κόρη της τίς Ἀλήθειες τῆς Καθολικῆς Πίστης καί ἐνστάλαξε στήν ψυχή τῆς κορούλας της τήν ἀγάπη γιά τόν Ἐσταυρωμένο Χριστό. Μέ ζῆλο, ἡ μικρή Ἅγια ἐπιδίδονταν στήν εὐλάβεια. Ὅταν ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν, ἦταν σέ θέση νά διαβάζει τόσο εὔκολα καί γρήγορα τήν Ἀκολουθία τῆς Παναγίας ἤ τήν Ἀκολουθία τῶν Νεκρῶν ἀπό τήν Σύνοψη, ὅσο κι ἕνας ἐνήλικος. Ὅταν ἡ μητέρα της ἦταν ἀπασχολημένη μέ τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, ἡ μικρούλα Τζέμμα τήν τράβαγε ἀπό τή φούστα λέγοντας: «Μαμά, μίλησέ μου λίγο ἀκόμα γιά τόν Ἰησοῦ!» Ἀναπολώντας τά παιδικά της χρόνια, θά γράψει ἀργότερα:

«Μόλις γύριζα στό σπίτι ἀπό τό σχολεῖο, συνήθιζα νά πηγαίνω κατευθείαν στό δωμάτιό μου, κι ἐκεῖ γονατιστή νά ἀπαγγέλλω τά δεκαπέντε μυστήρια τοῦ Ροδαρίου. Ἐπίσης, πολλές φορές τή νύχτα προσευχόμουν περίπου γιά ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας, ζητώντας ἀπό τόν Θεό νά προστατεύσει τή φτωχή ψυχή μου».

Δυστυχῶς, ἡ μητέρα της ἔφυγε γρήγορα. Τήν ἡμέρα πού ἡ Τζέμμα ἔλαβε τό Μυστήριό τοῦ Χρίσματος, κι ἐνῶ προσευχόταν μέ θέρμη στήν Λειτουργία γιά τήν ἀνάρρωση τῆς μητέρας της (ἡ ὁποία ἦταν πολύ σοβαρά), ἄκουσε μία Φωνή μέσα στήν καρδιά της πού τῆς εἶπε: «Θά Μοῦ δώσεις τή μαμά σου;» Ἡ Τζέμμα ἀπάντησε: «Ναί, ἀρκεῖ ὅμως νά πάρεις καί μένα». «Ὄχι», ἀπάντησε ἡ Φωνή, «δῶσε Μου ἀνεπιφύλακτα τή μητέρα σου. Πρός τό παρόν θά περιμένεις μέ τόν πατέρα σου. Θά σέ πάρω στόν Οὐρανό ἀργότερα». Ἡ Τζέμμα ἀποκρίθηκε μέ ἁπλότητα: «Ναί». Αὐτό τό «ναί» ἐπαναλαμβανόταν καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς σύντομης ζωῆς της, ὡς ἀπάντηση στήν πρόσκληση τοῦ Κυρίου μας, νά ὑποφέρει γιά Ἐκεῖνον.

***

Ἡ μικρή Τζέμμα παρακαλοῦσε νά τῆς δοθεῖ ἡ ἄδεια νά λάβει νωρίτερα ἀπό τό ἐπιτρεπόμενο τήν Θεία Κοινωνία. Ἔλεγε:

«Δῶστε μου τόν Ἰησοῦ καί θά δεῖτε πόσο καλή θά γίνω. Θά ἀλλάξω ἐντελῶς. Δέν θά διαπράξω πλέον καμία ἁμαρτία. Δῶστε Τόν μου, Τόν ἐπιθυμῶ τόσο πολύ, πού δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς Αὐτόν».

Τελικῶς δόθηκε ἡ ἄδεια στήν Τζέμμα νά λάβει τήν πρώτη της Θεία Κοινωνία στήν ἡλικία τῶν ἐννέα ἐτῶν, νωρίτερα ἀπ’ ὅτι συνηθιζόταν τήν ἐποχή ἐκείνη. Μέ τήν ἄδεια τοῦ πατέρα της, πῆγε γιά δέκα μέρες σ’ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς, γιά νά προετοιμασθεῖ καταλλήλως γιά τήν ἱερή αὐτή στιγμή. Ἡ ἡμέρα τῆς πρώτης της Κοινωνίας ἦταν ἡ 20η Ἰουνίου τοῦ 1887, ἑορτή τῆς Ἱερᾶς Καρδίας τοῦ Ἰησοῦ. Γράφει ἡ ἴδια σχετικῶς μέ αὐτή τήν πρώτη συνάντησή της μέ τόν Ἰησοῦ:

«Εἶναι ἀδύνατον νά ἐξηγήσω τί συνέβη ἀνάμεσα στόν Ἰησοῦ καί σέ μένα. Ἔκανε αἰσθητή τήν Παρουσία Του (ὦ, μέ τόση δύναμη!) μέσα στήν ψυχή μου».

***

Μετά ἀπό τόν θάνατο τῆς πολυαγαπημένης της μητέρας, ὁ πατέρας της τήν ἔστειλε σ’ ἕνα σχολεῖο, στήν Λούκκα, τό ὁποῖο διηύθυναν οἱ Ἀδελφές τῆς Ἁγίας Ζίτας[3]. Ἦταν ἄριστη στά Γαλλικά, στήν ἀριθμητική καί στή μουσική, ἐνῶ τό 1893 κέρδισε καί τό μεγάλο Χρυσό Βραβεῖο στά θρησκευτικά. Μία ἀπό τίς δασκάλες της θά πεῖ ἀργότερα: «Ἦταν ἡ ψυχή τοῦ σχολείου». Ἡ Τζέμμα, ἀναπολώντας τίς ἡμέρες τοῦ σχολείου, σημειώνει: «Ἄρχισα νά πηγαίνω στό σχολεῖο τῶν Ἀδελφῶν: Ἤμουν στόν Παράδεισο».

***

Ὁ ἀγαπημένος της ἀδελφός, ὁ Gino, πέθανε τό 1894. Ἀκολούθησε ὁ θάνατος τοῦ πατέρα της ἀπό καρκίνο τοῦ λάρυγγα, τό 1897. Ἡ γενναιοδωρία του, οἱ ἀπερίσκεπτες ἐμπορικές συναλλαγές καί οἱ πιστώσεις του, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νά μήν μείνουν στά παιδιά του οὔτε ἀκόμα καί τά ἀπαραίτητα μέσα γιά τήν συντήρησή τους. Ἡ Τζέμμα ἦταν μόλις δεκαεννέα ἐτῶν, ἀλλά εἶχε ἤδη ἀρκετή ἐμπειρία στό νά σηκώνει τόν σταυρό της. Τόν χειμώνα τοῦ 1898 ἡ νεαρή Ἁγία ἀρρώστησε, ἐμφανίζοντας μία κυρτότητα στήν σπονδυλική της στήλη. Ἐπίσης προσβλήθηκε ἀπό μηνιγγίτιδα, ἡ ὁποία τῆς προκάλεσε μία προσωρινή κώφωση. Μεγάλα ἀποστήματα σχηματίστηκαν στό κεφάλι της, τά μαλλιά της ἔπεσαν καί τελικῶς παρέλυσαν τά ἄκρα της. Ὅλη ἡ οἰκογένεια μετακόμισε τότε στήν Λούκκα. Ὁ γιατρός της δοκίμασε πολλά φάρμακα καί θεραπεῖες, ὅμως χωρίς ἐπιτυχία. Δέν ὑπῆρχε καμία ἐλπίδα ἀνάρρωσης. Ἡ κατάστασή της πήγαινε ἀπό τό κακό στό χειρότερο. Ἡ Τζέμμα ἦταν πιά εἴκοσι ἐτῶν, καί κατά τά φαινόμενα ἑτοιμοθάνατη. Μία μοναχή πού τήν φρόντιζε, τῆς πρότεινε νά προσευχηθεῖ στόν Ἅγιο Γαβριήλ Ποσσέντι τῆς Πονεμένης Παναγίας[4] ἕνα Ἐννεαήμερο[5], δίνοντάς της μία κάρτα μέ τήν προσευχή καί τόν βίο τοῦ Ἁγίου. Ἡ Τζέμμα ἀπάντησε: «Ὄχι, εὐχαριστῶ… Ο Ἰησοῦς εἶναι αὐτό πού ἔχω ἀνάγκη». Διαβάζοντας ὅμως τόν βίο τοῦ Ἁγίου Γαβριήλ, ἄρχισε νά τόν θαυμάζει καί νά τόν εὐλαβεῖται καί νά προσεύχεται σ’ αὐτόν, ἐπιλέγοντάς τον ὡς τόν Ἅγιο προστάτη της. Ἀργότερα ἔγραψε:


«Ὁ θαυμασμός μου γιά τίς ἀρετές καί τίς συνήθειές του, μεγάλωνε. Ἡ εὐλάβειά μου γι’ αὐτόν αὐξανόταν. Τό βράδυ δέν μποροῦσα νά κοιμηθῶ χωρίς νά ἔχω τήν εἰκόνα του κάτω ἀπό τό μαξιλάρι μου, κι ἀργότερα ἄρχισα νά τόν βλέπω νά βρίσκεται κοντά μου. Δέν ξέρω πῶς νά τό ἐξηγήσω, ὅμως αἰσθανόμουν τήν παρουσία του. Ὅλη τήν ὥρα, σέ κάθε κίνηση, ὁ Ἀδελφός Γαβριήλ ἐρχόταν στό μυαλό μου».

Τά μεσάνυχτα τῆς 23ης Φεβρουαρίου 1899, ἡ Τζέμμα ἄκουσε τό κροτάλισμα ἀπό τίς χάνδρες ἑνός ροδαρίου καί τότε ἐμφανίστηκε μπροστά της ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, ὀνομάζοντάς την «ἀδελφή μου», καί τῆς εἶπε: «Θέλεις νά γίνεις καλά; Προσευχήσου στήν Ἱερά Καρδία τοῦ Ἰησοῦ μέ πίστη, κάθε ἀπόγευμα. Θά ἔλθω σέ σένα ὅταν τελειώσει τό Ἐννεαήμερο, καί θά προσευχηθοῦμε μαζί στήν Ἱερωτάτη Καρδία». Τήν Παρασκευή 2 Μαρτίου, τό Ἐννεαήμερο ὁλοκληρώθηκε. Ἡ χάρις ἐκχύθηκε. Ἡ Τζέμμα θεραπεύθηκε. Ἐνῶ σηκωνόταν καί πάλι στά πόδια της, οἱ ἄνθρωποι πού ἤσαν παρόντες ἔκλαιγαν ἀπό χαρά. Ναί, εἶχε γίνει ἕνα θαῦμα! Μέσα στήν ἁγνή ψυχή της γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία νά γίνει μοναχή στό Τάγμα τῶν Πασσιονιστῶν[6]. Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ ἔγινε ὁ ἔμπιστος φίλος της. Ἐμφανίστηκε πολλές φορές στήν Τζέμμα, συμβουλεύοντάς την καί ἐνθαρρύνοντάς την. Σέ μία ἀπό τίς ἐμφανίσεις του, ὁ Ἅγιος Γαβριήλ τοποθέτησε τό ἔμβλημα τῶν Πασσιονιστῶν στό πλευρό της, λέγοντας προφητικά: «Θά γίνεις μοναχή τοῦ Πάθους…»

***

Ἡ Τζέμμα εἶχε πλέον μεγαλύτερη οἰκειότητα μέ τούς πολίτες τοῦ Οὐρανοῦ, παρά μέ τούς ἀνθρώπους τῆς Γῆς. Μία οἰκειότητα τήν ὁποία ἡ ἴδια τήν θεωροῦσε ἐντελῶς φυσιολογική καί συνηθισμένη, πού ὅμως ξάφνιαζε καί ἐντυπωσίαζε τούς ἄλλους. Ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε γιά πρώτη φορά στήν Τζέμμα, τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1899, μέ τίς Πληγές Του ἀνοικτές καί αἱμορραγοῦσες. Τῆς εἶπε τότε:

«Κοίτα, κόρη Μου, καί μάθε πῶς ν’ ἀγαπᾶς. Πρῶτα μάθε νά ὑποφέρεις. Μέσῳ τοῦ πόνου θά σέ διδάξω πῶς ν’ ἀγαπᾶς».

***

Τήν Πέμπτη 8 Ἰουνίου 1899 (παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Ἱερᾶς Καρδίας), μετά τήν Θεία Μετάληψη, ὁ Κύριος ἔκανε γνωστό στήν δούλη Του πώς τό ἴδιο ἀπόγευμα θά τῆς ἔδιδε μία πολύ μεγάλη χάρη. Πῆγε τότε στό σπίτι καί προσευχήθηκε. Ἐνῶ προσευχόταν, ἔνιωσε μία βαθύτατη ἀγάπη γιά τόν Θεῖο Νυμφίο, ἀλλά καί βαριά θλίψη γιά τίς ἁμαρτίες της.

Τότε ἡ Παναγία, στήν Ὁποία ἡ Τζέμμα εἶχε μία ἐκπληκτική εὐλάβεια, τῆς ἐμφανίστηκε καί τῆς εἶπε:

«Ὁ Υἱός Μου Ἰησοῦς σέ ἀγαπᾶ πέρα ἀπό κάθε μέτρο καί ἐπιθυμεῖ νά σοῦ δώσει μία χάρη. Θά Εἶμαι ἡ Μητέρα σου. Θά εἶσαι μία πραγματική θυγατέρα Μου;»

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος Μαρία ἄνοιξε τότε τό πέπλο Της καί τύλιξε μ’ αὐτό τή Τζέμμα…

Ἀμέσως μετά (κι ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμα κάτω ἀπό τό πέπλο τῆς Παναγίας), τῆς ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος. Ἄς διαβάσουμε πῶς περιγράφει ἡ ἴδια τό τί συνέβη:

«Ἐκείνη τή στιγμή, ἐμφανίστηκε ὁ Ἰησοῦς μέ ὅλες τίς Πληγές Του ἀνοικτές. Ὅμως ἀπ’ τίς Πληγές αὐτές δέν ἔβγαινε Αἷμα, ἀλλά φλόγες φωτιᾶς. Σέ μία στιγμή, αὐτές οἱ φλόγες ἦλθαν καί ἄγγιξαν τά χέρια μου, τά πόδια μου καί τήν καρδιά μου. Αἰσθανόμουν σάν νά εἶχα πεθάνει καί εἶχα πέσει στό πάτωμα (…) ἐνῶ καθ’ ὅλο τό διάστημα αὐτό βρισκόμουν κάτω ἀπό τό πέπλο Της. Εἶχα παραμείνει ἀρκετές ὧρες σ’ αὐτή τή θέση. Τελικῶς (ἡ Παναγία) μέ φίλησε στό μέτωπο, ὅλα ἐξαφανίστηκαν καί βρέθηκα νά εἶμαι γονατιστή. Ὅμως ἐξακολουθοῦσα νά αἰσθάνομαι μεγάλο πόνο στά χέρια, στά πόδια καί στήν καρδιά μου. Σηκώθηκα γιά νά πάω στό κρεβάτι καί τότε κατάλαβα ὅτι ἔτρεχε αἷμα ἀπό τά σημεῖα ἐκεῖνα πού μέ πονοῦσαν. Τά τύλιξα ὅσο καλλίτερα μποροῦσα, κι ἔπειτα, βοηθούμενη ἀπό τόν Ἄγγελό μου μπόρεσα νά πάω στό κρεβάτι (…) Τό πρωί, μόλις πού κατάφερα νά πάω γιά τήν Θεία Κοινωνία. Φόρεσα ἕνα ζευγάρι γάντια, περισσότερο γιά νά κρύψω τά χέρια μου. Δέν μποροῦσα νά σταθῶ στά πόδια μου. Κάθε λεπτό σκεπτόμουν ὅτι θά πέθαινα. Οἱ πόνοι διήρκεσαν μέχρι τίς 15:00 τῆς Παρασκευῆς, ἑορτή τῆς Ἱερᾶς Καρδίας τοῦ Ἰησοῦ».

Ἐκτός ἀπό τίς πληγές ἀπό καρφιά, πολλές φορές στό σῶμα της ἐμφανίζονταν καί πληγές ἀπό Μαστίγωση, καθώς κι αὐτές τῆς Ἀκάνθινης Στεφάνωσης. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, τῆς εἶχε πεῖ κάποτε:

«Σέ ἀναμένω στόν Γολγοθᾶ!»

Πολλοί ἄνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων σεβαστῶν κληρικῶν, ἤσαν μάρτυρες τοῦ θαύματος τῶν στιγμάτων, τό ὁποῖο ἐπανερχόταν συχνά κατά τό ὑπόλοιπο τῆς ἐπίγειας ζωῆς της. Τό αἷμα ἔτρεχε ἀπό τίς πληγές της, σχηματίζοντας μικρές λίμνες. Ἕνας αὐτόπτης μάρτυρας, δήλωσε: «Τό αἷμα ἔτρεχε ἄφθονο ἀπό τίς πληγές της. Ὅταν ἦταν ὄρθια, ἔτρεχε στό πάτωμα, κι ὅταν ἦταν ξαπλωμένη δέν ἔβρεχε μόνο τά σεντόνια, ἀλλά μούσκευε κι ὁλόκληρο τό στρῶμα». Τά στίγματα τῆς Τζέμμα αἱμορραγοῦσαν ἀπό τά ἀπογεύματα τῆς Πέμπτης, ἕως τίς 15:00 τῆς Παρασκευῆς[7]. Ἡ ἀθωότητά της καί ἡ παιδική της ἀφέλεια, τήν ἔκαναν νά νομίζει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἀφιερώνονται στόν Θεό, λαμβάνουν καί τά στίγματα τοῦ Θείου Πάθους!

***

Καθώς οἱ Ἀκολουθίες καί οἱ εὐλάβειες πρός τιμήν τῆς Ἱερᾶς Καρδίας τοῦ Ἰησοῦ ὁλοκληρώθηκαν στά τέλη Ἰουνίου τοῦ 1899, ἡ Τζέμμα πῆγε μία μέρα στόν Ἅγιο Μαρτίνο, Καθεδρικό Ναό τῆς Λούκκα, γιά νά κάνει τό ὁρισμένο ἀπό τήν Ἐκκλησία προσκύνημα γιά τό Ἰωβηλαῖο Ἔτος τοῦ 1900. Ἔκπληκτη διαπίστωσε πώς οἱ ἱεραπόστολοι τοῦ Ἰωβηλαίου φοροῦσαν τό ἴδιο μοναχικό ἔνδυμα πού φοροῦσε καί ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, ὅταν τήν ἐπισκεπτόταν! Ἀπό κείνη τήν ἡμέρα δέν ἔχασε οὔτε μία Ἀκολουθία τοῦ Ἰωβηλαίου. Τέλος, πῆρε τό θάρρος καί μίλησε σ’ ἕναν ἱεραπόστολο, τόν πατέρα Γαετάνο. Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού μιλοῦσε μέ ἕναν Πασσιονιστή, ἐκτός ἀπό τόν Ἅγιο Γαβριήλ Ποσσέντι.

Ὁ πατήρ Γαετάνο ἄκουσε τήν ἱστορία της καί τῆς ἐπέτρεψε νά πάρει ἰδιωτικῶς μοναχικούς ὅρκους. Ἐπίσης κανόνισε νά πάει ἡ Τζέμμα νά ζήσει στό σπίτι τῆς οἰκογένειας Τζιαννίνι, πού ἤσαν εὐεργέτες τῶν Πασσιονιστῶν.

Ἡ οἰκογένεια τοῦ Ματθαίου Τζιαννίνι ἦταν πολυάριθμη. Ἐκτός ἀπό τήν ἀδελφή τοῦ Ματθαίου, τή Σεσίλια, πού ἔμενε μαζί τους, τό ζευγάρι εἶχε ἤδη δώδεκα παιδιά. Ὅμως ὅλοι καλωσόρισαν μέ χαρά τή Τζέμμα, ἡ ὁποία βοηθοῦσε ἐπιμελῶς σέ ὅλες τίς δουλειές. Ἡ Τζέμμα ἔγινε φίλη μέ τήν κυρία Σεσίλια, ἡ ὁποία καί ἔπεισε τελικῶς τήν κεφαλή τῆς οἰκογενείας νά τήν «υἱοθετήσει». Ἡ Ἁγία πέρασε τά τελευταῖα τέσσερα χρόνια τῆς ζωῆς της στό σπίτι τῶν Τζιαννίνι. Αὐτό ἦταν καθορισμένο ἀπό τήν Θεία Πρόνοια, ὥστε μέσα σ’ αὐτό τό ὑγιές πνευματικό περιβάλλον, νά μπορέσει ἡ Τζέμμα νά ὁδηγηθεῖ πιό εὔκολα στήν ὁδό τῆς τελειότητας.

***

Ἡ Ἁγία Τζέμμα κοιμόταν σ’ ἕνα κρεβατάκι χωρίς στρῶμα, προσφέροντας αὐτή τή θυσία γιά τίς ψυχές τοῦ Καθαρτηρίου. Τό πρωί, σηκωνόταν ἀπό τό κρεβάτι χωρίς ἀργοπορία. Σέ λιγότερο ἀπό πέντε λεπτά, κατάφερνε νά πλυθεῖ, νά ντυθεῖ, νά φτιάξει τά μαλλιά της καί νά εἶναι ἕτοιμη γιά νά πάει στήν Ἐκκλησία. Ὅλη αὐτή τήν ὥρα δέν ἔδινε σημασία σέ τίποτα, οὔτε μιλοῦσε σέ κανέναν. Ἤθελε τά πρῶτα λόγια τῆς ἡμέρας της νά εἶναι γιά τόν πολυαγαπημένο της Ἰησοῦ.

Παρ’ ὅλα τά πολλά καθήκοντά της στό μεγάλο σπιτικό, ἡ νεαρή Ἅγια εἶχε πάντα χρόνο γιά προσευχή, πού ἦταν ἡ ἀγαπημένη της δραστηριότητα. Παρακολουθοῦσε τήν Θεία Λειτουργία δυό φορές τήν ἡμέρα, καί κοινωνοῦσε τά Ἄχραντα Μυστήρια καθημερινῶς. Ἀπάγγελλε πιστά τό Ροδάριο, καί τό ἀπόγευμα, μαζί μέ τήν κυρία Τζιαννίνι, πήγαιναν στόν Ἑσπερινό.

Ἡ Τζέμμα οὔτε μία φορά δέν ἀμέλησε τά καθήκοντά της στό σπίτι τῶν Τζιαννίνι, ὅπου πέρασε τά τελευταῖα τέσσερα χρόνια τῆς ζωῆς της. Ἡ μητέρα τοῦ σπιτιοῦ, θά πεῖ ἀργότερα γιά τήν Ἁγία: «Μπορῶ νά πάρω ὅρκο, ὅτι κατά τή διάρκεια τῶν τριῶν ἐτῶν καί ὀκτώ μηνῶν πού ἔμεινε μαζί μας ἡ Τζέμμα, ποτέ δέν προκάλεσε τήν παραμικρή ἐνόχληση στήν οἰκογένειά μας, καί ποτέ δέν τῆς βρῆκα οὔτε ἕνα ἐλάχιστο σφάλμα. Ἐπαναλαμβάνω, οὔτε τήν παραμικρή ἐνόχληση, οὔτε ἕνα ἐλάχιστο σφάλμα».

Ἡ Ἁγία Τζέμμα ντυνόταν πάντοτε πολύ σεμνά. Ἡ ἐνδυμασία της ἦταν πολύ ἁπλή: Ἕνα μαῦρο μάλλινο φόρεμα μέ μία ἀσορτί κάπα, κι ἕνα μαῦρο ψάθινο καπέλο. Δέν φοροῦσε μανικέτια, καρφίτσες, οὔτε στολίδια κανενός εἴδους· ἀκόμα καί στό καπέλο της δέν ὑπῆρχαν κορδέλες ἤ γαρνιτοῦρες. Αὐτός ἦταν ὁ τρόπος πού ντυνόταν πάντοτε, χειμώνα-καλοκαίρι, καθημερινή ἡμέρα ἤ γιορτινή. Γράφει στό ἡμερολόγιό της:

«Θυμᾶμαι καλά μία φορά πού μοῦ εἶχαν χαρίσει ἕνα χρυσό ρολόι, κι ἀπό ματαιοδοξία δέν ἔβλεπα τήν ὥρα νά τό φορέσω καί νά βγῶ ἔξω… Ὅταν ἐπέστρεψα κι ἔκανα νά τό βγάλω, εἶδα ἕναν Ἄγγελο (πού ἤξερα ὅτι εἶναι ὁ Φύλακας Ἄγγελός μου), ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε πολύ σοβαρά:
“Νά θυμᾶσαι πώς τά πολύτιμα στολίδια μίας νύμφης τοῦ Χριστοῦ, δέν μποροῦν νά εἶναι ἄλλα ἀπό τά ἀγκάθια καί τόν Σταυρό…”
…Ἔπειτα ἀπό σκέψη, εἶπα αὐτή τήν πρόταση:
“Γιά τήν Ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ καί γιά νά Τόν εὐχαριστήσω, δέν θά τό φορέσω ποτέ ξανά, κι οὔτε θά μιλῶ γιά πράγματα πού ὁδηγοῦν στή ματαιότητα”.
Εἶχα ἀκόμα ἕνα δακτυλίδι στό δάκτυλό μου: Τό ἔβγαλα, κι ἀπό κείνη τήν ἡμέρα δέν φόρεσα ποτέ ξανά τίποτε παρόμοιο».

Ἡ Τζέμμα ἐφήρμοζε στίς αἰσθήσεις της «ἡρωϊκές» ἀπονεκρώσεις. Τίποτα δέν μποροῦσε νά τήν κάνει νά εὐχαριστήσει τόν οὐρανίσκο της. Κανείς δέν ἤξερε τήν ποσότητα τοῦ φαγητοῦ πού λάμβανε. Ἡ οἰκογένεια Τζιαννίνι ἔπρεπε νά τήν πιέζει γιά νά μετέχει στό οἰκογενειακό τραπέζι. Ἀλλιῶς, θά ἀποστεροῦσε ἀπό τόν ἑαυτό της τό ἀπαραίτητο γιά τή συντήρησή της στή ζωή. Γιά νά ἀποκρύψει τήν ἀπονέκρωση αὐτή, εἶχε σκαρφιστεῖ διάφορα τρύκ, ὅπως νά προσποιεῖται ὅτι ἔτρωγε, ἐνῶ τό χέρι της δέν ἔφερνε τίποτα στό στόμα της. Εἶχε κάνει μάλιστα μία μικρή τρύπα στό κουτάλι της, ὥστε νά διαρρέει ἡ μεγαλύτερη ποσότητα τῆς σούπας.

Μία μέρα (στό σπίτι τῶν Τζιαννίνι) μετά ἀπό τό δεῖπνο, παρουσιάστηκε μπροστά της ὁ Διάβολος ρουθουνίζοντας μέ μανία, κι ἀπειλώντας την ὅτι θά τήν νικοῦσε μέ ἕναν πειρασμό κατά τῆς ἁγνότητας. Ἡ Τζέμμα τότε χλόμιασε, ὕψωσε τά χέρια της στόν Οὐρανό καί χωρίς κανένα δισταγμό ἔτρεξε πρός τό βαθύ πηγάδι πού βρισκόταν στόν κῆπο. Ἦταν χειμώνας καί τό νερό ἦταν παγωμένο. Ἡ Ἁγία ἔκανε τό Σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, κι ἔπεσε μέσα. Θά εἶχε ἀσφαλῶς πνιγεῖ, ἐάν ἕνα ἀόρατο χέρι δέν τήν εἶχε τραβήξει ἔξω ἀπό τό νερό.

***

Σέ μία ἐπιστολή της πρός τόν ἐξομολόγο της, Μονσινιόρ Βόλπι, ἡ Τζέμμα ἀφηγεῖται πῶς συνάντησε γιά πρώτη φορά τόν μετέπειτα πνευματικό καθοδηγητή της, πατέρα Γερμανό Ρουόππολο C.P., μέσα σέ ὅραμα:

«Εἶπα μία εἰδική προσευχή στόν Εὐχαριστιακό Ἰησοῦ (…) Eἰσῆλθα σέ μία ἐσωτερική περισυλλογή (…) Βρέθηκα μπροστά στόν Ἰησοῦ, ὅμως δέν ἦταν μόνος Του. Εἶχε μαζί Του ἕναν ἄνδρα μέ λευκά μαλλιά. Ἀπό τό ράσο του κατάλαβα ὅτι εἶναι ἱερέας Πασσιονιστής. Εἶχε τά χέρια του ἑνωμένα κι προσευχόταν μέ θέρμη. Τόν κοίταξα, κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε αὐτά τά λόγια:
“Κόρη Μου, τόν γνωρίζεις;”
Εἶπα ὄχι, τό ὁποῖο ἦταν ἀλήθεια.
“Κοίτα”, συνέχισε, “αὐτός ὁ ἱερέας θά γίνει ὁ καθοδηγητής σου καί θά εἶναι ἕνας ἀπό κείνους πού θά ἀναγνωρίσει σέ σένα τό Ἄπειρο Ἔργο τῆς Εὐσπλαγχνίας Μου”».

Μέσῳ τοῦ πατρός Γαετάνο, ἡ Ἁγία Τζέμμα γνώρισε τελικῶς τόν πατέρα Γερμανό, τόν ὁποῖο τῆς ἔστειλε ἡ Θεία Πρόνοια ὡς πνευματικό καθοδηγητή καί στόν ὁποῖο ἔκανε πλήρη ὑπακοή.

Ὁ πατήρ Γερμανός, ἕνας ἔξοχος θεολόγος καί αὐθεντία στήν μυστική θεολογία, σημειώνει πώς ἡ Τζέμμα εἶχε μία βαθύτατη ζωή προσευχῆς, κι αὐτό εἶχε ὡς ἐπακόλουθο τήν ἑνότητά της μέ τόν Θεό. Ἦταν πεπεισμένος πώς αὐτό τό «Διαμάντι τοῦ Χριστοῦ» εἶχε περάσει καί τά ἐννέα κλασσικά στάδια τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς.

***

Τά ὑπερφυσικά φαινόμενα πού ἐμφανίζονταν στήν Ἁγία Τζέμμα ἤσαν τόσο ἔντονα καί ἀδιαμφισβήτητα, πού οἱ ἐπιστήμονες εἶχαν περιέλθει σέ ἀμηχανία. Ἀκόμα καί ὁρισμένοι κληρικοί ἔκριναν λάθος γιά τήν περίπτωσή της, νομίζοντας ὅτι ὑπέφερε ἀπό αὐθυποβολή ἤ ὑστερία, κι ἀπαιτοῦσαν ἀποδείξεις αὐθεντικότητας.

Ὅταν ἡ Τζέμμα ἔλαβε τά στίγματα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Λούκκα κι ἐξομολόγος της, Μονσινιόρ Βόλπι, δέν ἦταν βέβαιος γιά τό πῶς νά τήν καθοδηγήσει. Ὁ πατήρ Γερμανός ὅμως ἦταν σέ θέση νά διαβεβαιώσει τόσο τήν ἴδια τήν Ἁγία ὅσο καί τόν Ἐπίσκοπο, γιά τήν αὐθεντικότητα τῆς χάρης πού εἶχε λάβει ἀπό τόν Κύριο.

Κάποιες φορές, ὁ Ἐπίσκοπος κι ὁ πατήρ Γερμανός διαφώνησαν -καί μάλιστα πολύ ἔντονα- σχετικῶς μέ τήν πνευματική καθοδήγηση τῆς Τζέμμα. Πάντως, μπορεῖ ὁ πατήρ Γερμανός νά ἐπέμενε στήν ὀρθότητα τῆς κρίσης του, ὅταν συζητοῦσε τό θέμα αὐτό μέ τόν Μονσινιόρ Βόλπι, ὅμως συμβούλευε τήν ἴδια τήν Τζέμμα νά κάνει ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο, πού εἶναι καί μία ἀπό τίς βασικές ὑποχρεώσεις κάθε χριστιανοῦ.

Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1902, ὁ πατήρ Γερμανός εἶπε στήν Τζέμμα νά προσευχηθεῖ καί νά ζητήσει ἀπό τόν Κύριο νά τήν ἐλευθερώσει ἀπό τά ἐξωτερικά σημάδια τῶν στιγμάτων. Ἡ Τζέμμα ὑπάκουσε καί προσευχήθηκε. Ὁ Ἰησοῦς εἰσάκουσε τήν προσευχή της. Δέν ὑπέφερε πλέον ἀπό τά ἐξωτερικά σημάδια.

Τήν ἴδια ἐποχή (Φεβρουάριος 1902), οἱ καλόγριες προσκάλεσαν τή Σεσίλια Τζιαννίνι νά κάνει μαζί τους κάποιες πνευματικές ἀσκήσεις, ἀπαγορεύοντάς της ὅμως ρητῶς νά φέρει καί τήν Τζέμμα μαζί της. Ἡ καημένη ἡ Τζέμμα, ὄχι μόνο δέν γινόταν μοναχή, πού τόσο πολύ τό ἐπιθυμοῦσε[8], ἀλλά τῆς ἀπαγόρευσαν ἀκόμα καί νά ἐπισκέπτεται τό Μοναστήρι στήν Traquinia! Παρ’ ὄλ’ αὐτά, ὁ Ἅγιος Γαβριήλ ἐξακολουθοῦσε νά ἐμφανίζεται καί νά τῆς λέει πώς θά γίνει μοναχή στό Τάγμα τῶν Πασσιονιστῶν.

***

Στήν τραπεζαρία τῶν Τζιαννίνι ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος Ἐσταυρωμένος, Τόν ὁποῖο ἡ Τζέμμα συχνά προσκυνοῦσε. Τό 1901, κάποια φορά πού ἡ Ἁγία ἔστρωνε τό τραπέζι γιά τό δεῖπνο, γύρισε καί κοίταξε μέ ἀγάπη τόν Ἐσταυρωμένο αὐτόν. Ἡ καρδιά της χτυποῦσε μέ λαχτάρα γιά τόν Κύριό της, καί εἶπε: «Ὤ, Ἰησοῦ, ἄσε μέ νά ἔλθω σέ Σένα, εἶμαι διψασμένη γιά τό Αἷμα Σου, πού δίδει τή Ζωή». Ὁ Ἐσταυρωμένος τότε, σάν νά ζωντάνεψε, κι ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μπροστά της. Ὁ Χριστός ξεκρέμασε τό δεξί Του Χέρι ἀπό τό Σταυρό καί τήν κάλεσε νά πάει κοντά Του. Ἡ Τζέμμα σέ μία στιγμή βρέθηκε κοντά Του. Ὁ Ἰησοῦς, τήν ἕσφιξε πάνω στήν Πλευρά Του, κι ἐκείνη -σάν νά πατοῦσε πάνω σ’ ἕνα σύννεφο- Τόν ἀγκάλιασε καί μέ τά δυό της χέρια, βρισκόμενη σέ μία οὐράνια ἀγαλλίαση, δίπλα στήν Ἱερά Καρδία τοῦ Θείου Νυμφίου.

***

Τῆς ἐμφανιζόταν συχνά ὁ Φύλακας Ἄγγελός της, κι εἶχαν οἱ δυό τους μία συνομιλία, ὅπως ἔχουν μεταξύ τους δυό καλοί φίλοι. Ἡ Τζέμμα κι ὁ Ἄγγελός της, μέ τίς φτεροῦγες του ἐκτεταμένες ἤ γονατιστός στό πλάι της, ἀπάγγελλαν μαζί τίς προσευχές καί τούς Ψαλμούς. Ὅταν μελετοῦσαν τό Πάθος τοῦ Κυρίου μας, ὁ Ἄγγελος ἐνέπνεε στήν Τζέμμα μία Θεία διόραση πάνω σ’ αὐτό τό μυστήριο. Τῆς εἶχε πεῖ:

«Κοίτα, τί ὑπέφερε ὁ Ἰησοῦς γιά τόν ἄνθρωπο. Μελέτησε μία-μία αὐτές τίς Πληγές. Εἶναι ἡ Ἀγάπη πού τίς ἔχει ἀνοίξει ὅλες. Δές πόσο ἀποτρόπαια εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἐφόσον τόσος Πόνος καί τόση Ἀγάπη χρειάστηκαν γιά νά τήν ἐξιλεώσουν».

Κάποτε, ὁ Ἄγγελος τῆς ζήτησε νά γράψει λέξη πρός λέξη αὐτά πού εἶχε νά τῆς πεῖ. Ἀφοῦ τῆς ζήτησε νά πάρει πένα καί χαρτί, τῆς εἶπε:

«Νά θυμᾶσαι, τέκνον, ὅτι αὐτός πού ἀγαπάει ἀληθινά τόν Ἰησοῦ, μιλάει λίγο κι ὑπομένει πολύ. Σέ διατάζω ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ, νά μήν δίνεις ποτέ τήν γνώμη σου χωρίς νά σοῦ ζητηθεῖ (…) Ὅταν ἔχεις διαπράξει κάποιο λάθος, κατηγόρησε ἀμέσως τόν ἑαυτό σου, χωρίς νά περιμένεις νά τό κάνουν οἱ ἄλλοι (…) Νά θυμᾶσαι νά προφυλάσσεις τά μάτια σου καί νά συλλογίζεσαι πώς οἱ ταπεινοί ὀφθαλμοί θά ἰδοῦν τήν ὡραιότητα τοῦ Οὐρανοῦ».

Στόν Ἄγγελό της ἡ Τζέμμα δέν ἐμπιστευόταν μόνο τίς προσευχές της, ἀλλά καί τήν ἀλληλογραφία της. Πράγματι, μόλις ἔγραφε μία ἐπιστολή καί τήν ἔκλεινε, ὁ φάκελος ἐξαφανιζόταν καί τήν ἴδια στιγμή εἶχε κιόλας παραδοθεῖ στόν παραλήπτη!

Ὁ Ἄγγελός της ποτέ δέν κουραζόταν νά παραδίδει τήν ἀλληλογραφία της. Ὁ πατήρ Γερμανός, ἕνας ἀπό τούς πολλούς ἔκπληκτους παραλῆπτες τέτοιων ἐπιστολῶν, σημειώνει: «Λαμβάνω πάντοτε τά ἀγγελικά γράμματα μέ πίστη. Τό γεγονός εἶναι ἀσυνήθιστο… Ὁμολογῶ ὅτι δέν τό καταλαβαίνω στήν πληρότητά του». Ἡ ἴδια, ἔγραφε πρός τόν πνευματικό της γιά τό φαινόμενο αὐτό, μέ παιδική ἀθωότητα:

«Μόλις τελειώσω τό γράμμα, τό ἐμπιστεύομαι στόν Ἄγγελό μου. Αὐτός εἶναι ἐδῶ, δίπλα μου, καί περιμένει. Μή θυμώνετε πού χρησιμοποιῶ τόν Φύλακα Ἄγγελό μου σάν ταχυδρόμο, διότι δέν ἔχω τά χρήματα γιά νά ἀγοράσω γραμματόσημα» (!)

***

Ἡ Τζέμμα δεχόταν πολλές ἐπιθέσεις, τόσο πνευματικές ὅσο καί φυσικές (χτυπήματα, κ.ἄ.) ἀπό τόν Σατανᾶ, πού τῆς εἶχε πεῖ κάποτε: «ὅσο αὐτά πού κάνεις εἶναι γιά τόν ἑαυτό σου, κάνε ὅπως θέλεις. Ὅμως ἀλίμονό σου ἄν κάνεις ὁ,τιδήποτε γιά χάρη τῶν ἁμαρτωλῶν!» Ὁ πατήρ Γερμανός, τῆς ζήτησε κάποια στιγμή νά γράψει ἕνα αὐτοβιογραφικό ἡμερολόγιο καί νά τοῦ τό δώσει, ὥστε νά λάβει γνώση γιά τά εἴκοσι ἕνα χρόνια τῆς ζωῆς της, πρίν γνωρισθοῦν. Ἡ Τζέμμα ἔπρεπε νά κάνει ὑπακοή στόν πνευματικό της, ξεπερνώντας τήν ἀπροθυμία της νά μιλήσει γιά τόν ἑαυτό της. Ὁ Σατανᾶς μίσησε αὐτή τήν αὐτοβιογραφία, βλέποντας τό μεγάλο ὄφελος πού θά εἶχε γιά τίς ψυχές τῶν ἀναγνωστῶν. Ὁ πατήρ Γερμανός, στό βιβλίο του «Ἡ Ζωή τῆς Ἁγίας Τζέμμα Γκαλγκάνι», γράφει:

«Ὁ Σατανᾶς εἶχε ἐξοργισθεῖ μ’ αὐτό[9] καί χρησιμοποίησε κάθε εἶδος πανουργίας γιά νά τό ἀνατρέψει. Θά σᾶς διηγηθῶ κάτι πού μοιάζει ἀπίστευτο, ὅμως πρόκειται γιά ἕνα πραγματικό καί ἱστορικό γεγονός, στό ὁποῖο δέν ὑπάρχει οὔτε ἴχνος φαντασίας… Σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες μου, ὅταν τελείωσε τό χειρόγραφο τῆς Τζέμμα, δόθηκε στήν θετή της μητέρα, κυρία Σεσίλια Τζιαννίνι, ἡ ὁποία τό ἔκρυψε σ’ ἕνα συρτάρι, περιμένοντας τήν πρώτη εὐκαιρία γιά νά μοῦ τό δώσει. Πέρασαν μερικές ἡμέρες, κι ἡ Τζέμμα εἶδε τόν Δαίμονα νά μπαίνει ἀπό τό παράθυρο τοῦ δωματίου καί νά πηγαίνει ἐκεῖ πού ἦταν τό συρτάρι, γελώντας καταχθόνια, κι ἔπειτα νά ἐξαφανίζεται στόν ἀέρα. Συνηθισμένη ὅπως ἦταν σέ τέτοιες ἐμφανίσεις, δέν ἔδωσε σημασία. Ὅμως αὐτός[10], ἐπιστρέφοντας λίγο ἀργότερα γιά νά τήν πειράξει, (…) τρίζοντας τά δόντια του, δήλωσε θριαμβευτικά: “Πόλεμος! Πόλεμος! Τό βιβλίο σου εἶναι στά χέρια μου!” Ἔτσι, μοῦ ἔγραψε[11] γιά νά μέ ἐνημερώσει. Κατόπιν, ἐπειδή εἶχε ὡς κανόνα νά ἀποκαλύπτει στήν ἄγρυπνη εὐεργέτιδά της[12] ὁ,τιδήποτε ὑπερφυσικό τῆς συνέβαινε, σκέφτηκε πώς ἦταν ὑποχρεωμένη νά τῆς πεῖ τί εἶχε συμβεῖ. Πῆγαν τότε κι ἄνοιξαν τό συρτάρι καί διαπίστωσαν πώς τό βιβλίο δέν βρισκόταν πλέον ἐκεῖ. Μοῦ ἔγραψε ἀμέσως, κι εἶναι εὔκολο νά φανταστεῖτε τή στενοχώρια πού δοκίμασα, ἐπειδή χάθηκε ἕνας τέτοιος θησαυρός. Τί ἔπρεπε νά γίνει; Σκέφτηκα πολύ πάνω σ’ αὐτό, κι ἔπειτα -ἐνῶ βρισκόμουν στόν τάφο τοῦ Μακαρίου Γαβριήλ τῆς Πονεμένης Παναγίας- μία ὡραῖα ἰδέα ἦλθε στό μυαλό μου. Ἀποφάσισα νά ἐξορκίσω τόν Διάβολο, κι ἔτσι νά τόν ἀναγκάσω νά ἐπιστρέψει τό χειρόγραφο, ἄν πράγματι τό εἶχε πάρει αὐτός. Μέ τό ἐπιτραχήλιό μου καί μέ Ἁγιασμό, πῆγα στόν τάφο τοῦ Μακαρίου Δούλου τοῦ Θεοῦ, κι ἐκεῖ -ἄν καί ἤμουν περί τά τετρακόσια μίλια μακριά ἀπό τήν Λούκκα- πρόφερα τούς συνήθεις Ἐξορκισμούς. Ὁ Θεός μέ βοήθησε, κι ἔτσι τήν ἴδια ὥρα τό γραπτό ἐπανῆλθε στό μέρος ἀπ’ ὅπου εἶχε ἁρπαχθεῖ, ἀρκετές μέρες πρίν. Ὅμως, σέ τί κατάσταση! Οἱ σελίδες, ἀπό πάνω μέχρι κάτω, ἤσαν καπνισμένες, καί σέ διάφορα σημεῖα καμένες, σάν νά εἶχε ἐκτεθεῖ ἡ κάθε μία ξεχωριστά σέ δυνατή φωτιά. Ἐν τούτοις, δέν ἤσαν τόσο πολύ καμένες ὥστε νά καταστραφεῖ τό περιεχόμενο. Τό ἔγγραφο αὐτό, ἔχοντας περάσει ἀπό τήν φωτιά τῆς Κολάσεως, βρίσκεται στά χέρια μου».

***

Τό 1902, ἐνῶ ἦταν σέ καλή ὑγεία ἀπό τήν θαυματουργική θεραπεία της κι ἔπειτα, ἡ Τζέμμα προσέφερε τόν ἑαυτό της στόν Θεό ὡς ἕνα θῦμα ἀγάπης, γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν. Ὁ Ἰησοῦς ἀπεδέχθη τήν προσφορά της: Ἀρρώστησε τότε θανάσιμα. Δέν μποροῦσε νά κρατήσει στό στομάχι της καμία τροφή. Ἄν καί αἰσθάνθηκε μία πρόσκαιρη βελτίωση, σύντομα ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας της ἐπιδεινώθηκε.

Στίς 21 Σεπτεμβρίου 1902, ἄρχισε νά βγάζει ἀπό τό στόμα της καθαρό αἷμα. Παράλληλα, περνοῦσε καί ἕνα πνευματικό μαρτύριο, δοκιμάζοντας μία ξηρότητα στήν ψυχή της, μή βρίσκοντας παρηγοριά οὔτε στίς πνευματικές της ἀσκήσεις. Σ’ ὅλ’ αὐτά ἦλθε νά προστεθεῖ καί ἡ ἐχθρότητα τοῦ Διαβόλου, ὁ ὁποῖος πολλαπλασίασε τίς ἐπιθέσεις του ἐναντίον τῆς νεαρῆς «Παρθένας τῆς Λούκκα». Ὁ Σατανᾶς, γνωρίζοντας πώς τό τέλος ἦταν κοντά, ἀναδιπλασίασε τόν πόλεμό του κατά τῆς Τζέμμα. Προσπάθησε νά τήν πείσει πώς ἦταν ἐντελῶς ἐγκαταλειμμένη ἀπό τόν Θεό. Χρησιμοποιοῦσε φρικτές ὁράσεις τῆς Κολάσεως, ἀλλά καί δυνατά χτυπήματα πάνω στό εὔθραυστο κορμί τῆς Ἁγίας. Ἕνας αὐτόπτης μάρτυρας πού νοσήλευε τήν Ἁγία, ἔλεγε: «Αὐτό τό ἀκατονόμαστο θηρίο θά τήν ἀποτελειώσει τήν ἀγαπητή μας Τζέμμα: Ἐκκωφαντικά χτυπήματα, μορφές ἄγριων ζώων…» Ἡ Τζέμμα ἀδιάκοπα φώναζε τά Ἱερά Ὀνόματα τοῦ Ἰησοῦ καί τῆς Μαρίας κατά τή διάρκεια αὐτῆς τῆς μάχης. Ὁ πατήρ Γερμανός, ἀναφέρεται μέ σεβασμό σ’ αὐτήν τήν τελική πάλη τῆς Ἁγίας:

«Ἡ φτωχούλα ὑπέφερε, περνώντας ἡμέρες, ἑβδομάδες καί μῆνες σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, δίδοντάς μας ἕνα παράδειγμα ἡρωικῆς ὑπομονῆς, καθώς καί ἀφορμή γιά ἕνα σωτήριο φόβο σχετικῶς μέ τί μπορεῖ νά συμβεῖ σέ μᾶς κατά τήν φοβερή ὥρα τοῦ θανάτου μας, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουμε καί τίς ἀξιομισθίες τῆς Τζέμμα».

Παρ’ ὅλες αὐτές τίς τρομερές δοκιμασίες, ἡ Τζέμμα ποτέ δέν παραπονέθηκε, παρά μόνο προσευχόταν: Ἦταν πιά κοντά στό τέλος. Παρ’ ὅλο πού ἦταν οὐσιαστικά ἕνας ζωντανός σκελετός, παρέμενε ἐν τούτοις πανέμορφη, εἰς πεῖσμα τῆς ἀσθενείας της. Ἡ Εὐφημία Τζιαννίνι[13], πού πρόσεχε τήν Ἁγία κατά τή διάρκεια τῆς τελικῆς ἀσθενείας της, ἦταν παροῦσα καί στήν ὥρα τοῦ θανάτου της. Ἐνῶ βρισκόταν κοντά στό τέλος, ἡ Τζέμμα κοίταξε τήν Εὐφημία καί τῆς εἶπε:

«Διδάξου, Εὐφημία, μέ ποιόν τρόπο ἐπιθυμεῖ ὁ Ἰησοῦς νά Τόν ἀγαποῦν…»

Τῆς δόθηκε ἡ ἐφόδιος[14] Θεία Κοινωνία. Λίγο πρίν ἐκπνεύσει, κοίταξε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ τό Βρέφος πού βρισκόταν στόν τοῖχο τοῦ δωματίου καί εἶπε:

«Μανούλα μου, Σοῦ παραδίδω τήν ψυχή μου. Πές στόν Ἰησοῦ νά εἶναι Ἐλεήμων πρός ἐμένα».

Λίγο πρίν ξεψυχίσει, εἶπε:

«Δέν ζητῶ τίποτα παραπάνω. Θυσίασα τούς πάντες καί τά πάντα γιά τόν Θεό. Τώρα, προτιμῶ νά πεθάνω».

Ἀσθμαίνοντας, συνέχισε, ἔχοντας ὡς τελευταία λέξη πού βγῆκε ἀπό τό στόμα της, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου:

«Τώρα, Ἰησοῦ, εἶναι πράγματι ἀλήθεια πώς τίποτα δέν μοῦ μένει. Σέ Σένα ἀποθέτω τήν φτωχή ψυχή μου… Ἰησοῦ!»

Ἐκείνη τή στιγμή, ἕνα οὐράνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στά χείλη της καί γέρνοντας τό κεφάλι της ἔφυγε γιά τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, μόλις 25 ἐτῶν. Μία ἀπό τίς μοναχές πού ἤσαν παροῦσες στό θάνατό της, ἕντυσε τό σῶμα τῆς Ἁγίας μέ τό ἔνδυμα τῶν Πασσιονιστῶν, τοῦ Τάγματος στό ὁποῖο ἡ Τζέμμα λαχταροῦσε πάντοτε νά γίνει μοναχή, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τήν προφητεία πού εἶχε κάνει κάποτε ὁ Ἅγιος Γαβριήλ.

Ἦταν τό Μέγα Σάββατο, 11 Ἀπριλίου 1903.

Οἱ Ἐκκλησιαστικές Ἀρχές ἄρχισαν νά μελετοῦν τόν βίο τῆς Ἁγίας Τζέμμα στά 1917 καί ἡ Μακαριωνυμία της ἔγινε τό 1933. Ἁγία ἀνακηρύχθηκε τή 2α Μαΐου 1940, μόλις τριάντα ἑπτά χρόνια μετά τό θάνατό της. Ἡ μνήμη της τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία, τήν 11η Ἀπριλίου, ἐνῶ εἰδικῶς τό Τάγμα τῶν Πασιονιστῶν τιμᾶ τή μνήμη της στίς 16 Μαΐου.



Σημειώσεις:

[1]Gemma στά ἰταλικά σημαίνει πολύτιμο πετράδι. [2]Ἅγιος Ἰωάννης Λεονάρντι. Ἱδρυτής τοῦ Τάγματος τῶν Κανονικῶν Κληρικῶν τῆς Θεομήτορος. Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία στίς 9 Ὀκτωβρίου. [3]Οἱ Ἀδελφές τῆς Ἁγίας Ζίτας, ἱδρύθηκαν ἀπό τήν Μακαρία Elena Guera, ἡ ὁποία εἶχε πολύ μεγάλη εὐλάβεια γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ Ἕλενα Γκουέρα ἦταν μία ἀπό τίς δασκάλες τῆς Ἁγίας Gemma. [4]Ἅγιος Γαβριήλ τῆς Πονεμένης (Παναγίας). Γεννήθηκε στήν Ἀσσίζη τῆς Ἰταλίας, τήν 1η Μαρτίου 1838 καί ἔλαβε στό Βάπτισμα τό ὄνομα Φραγκίσκος. Κατόπιν ὁράματος τῆς Παναγίας, ἀποφάσισε νά γίνει μοναχός σ’ ἕνα ἀπό τά αὐστηρότερα μοναχικά Τάγματα, αὐτό τῶν Πασσιονιστῶν, λαμβάνοντας ὡς μοναχός τό ὄνομα «Γαβριήλ τῆς Πονεμένης». Κοιμήθηκε τό 1862, στό ἄνθος τῆς ἡλικίας τοῦ (24 ἐτῶν). Πλῆθος θαυμάτων ἀκολούθησαν τόν θάνατό του. Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία στίς 27 Φεβρουαρίου. [5]Ἐνναήμερο (λατινιστί Novena) ὀνομάζεται ἡ προσευχή πού ἐπαναλαμβάνεται γιά ἐννέα συνεχόμενες ἡμέρες. [6]Πασσιονιστές (Μοναχοί τοῦ Πάθους). Ἕνα ἀπό τά αὐστηρότερα μοναχικά Τάγματα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἱδρυτής τοῦ Τάγματος αὐτοῦ (καθώς κι αὐτοῦ τῶν Καλογραιῶν τοῦ Πάθους) εἶναι ὁ Ἅγιος Παῦλος τοῦ Σταυροῦ (1694-1773), τήν μνήμη τοῦ ὁποίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία στίς 28 Ἀπριλίου. Στόν Ἅγιο Παῦλο τοῦ Σταυροῦ ἐμφανίστηκε μία μέρα ἡ Παναγία φέρουσα σκοῦρο μανδύα, πάνω στόν ὁποῖο ὑπῆρχε ἕνα ἔμβλημα: Ἕνας Σταυρός κι ἀπό κάτω μία Καρδιά μέ τήν ἐπιγραφή «JESU XPI PASSIO» (=ΠΑΘΟΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ) καί τά καρφιά τῆς Σταυρώσεως. Τοῦ ζήτησε τότε ἡ Παναγία νά ἱδρύσει ἕνα νέο μοναχικό Τάγμα πού θά φέρει αὐτή τήν περιβολή, πρός τιμήν τοῦ Πάθους τοῦ Υἱοῦ Της Ἰησοῦ Χριστοῦ. [7] Ἡ τρίτη ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ τῆς Παρασκευῆς, εἶναι ἡ ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς Χριστός πέθανε πάνω στό Σταυρό. [8] Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δέν τῆς ἔδιδε τήν ἄδεια νά γίνει μοναχή, ἐπειδή ἦταν ἄρρωστη. Ἡ Ἁγία φοροῦσε ἕνα ἀτσάλινο ὑποστήριγμα (μία εἰδική ζώνη) γιά τήν σπονδυλική της στήλη, καί κάποιος ἐνημέρωσε γι’ αὐτό τόν Ἀρχιεπίσκοπο. Ἡ ἡγουμένη, ὡς πράξη ὑπακοῆς, τῆς ζήτησε νά ἀφαιρέσει τό ὑποστήριγμα αὐτό. Γράφει ἡ Gemma: «…Ἔκλαψα στό ἄκουσμα αὐτῆς τῆς διαταγῆς, διότι ἤξερα πώς δέν μποροῦσα νά στηριχτῶ χωρίς αὐτό. Ἔτρεξα τότε (…) καί προσευχήθηκα στό ἀγαπημένο μου Βρέφος Ἰησοῦ. Ἔπειτα τό ἔβγαλα καί ποτέ πιά δέν τό ξαναφόρεσα». [9] Ἐννοεῖ τήν αὐτοβιογραφία τῆς Τζέμμα. [10] Ἐννοεῖ τόν Διάβολο. [11] Ἐννοεῖ τήν Τζέμμα. [12] Ἐννοεῖ τή Σεσίλια Τζιαννίνι. [13] Κόρη τῆς οἰκογένειας Τζιαννίνι κι ἔμπιστη φίλη τῆς Τζέμμα. Ἀργότερα ἔγινε μοναχή τῶν Πασσιονιστῶν, λαμβάνοντας τό ὄνομα Τζέμμα. [14] Ἐπιθανάτιος.


Featured Posts
Recent Posts
Archive
Search By Tags
Δεν υπάρχουν ακόμη ετικέτες.
Follow Us
  • Facebook Basic Square
bottom of page