top of page

Ἐπὶ Γῆς εἰρήνη — Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ εἰρήνη τῶν ἁγίων.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ πατρὸς Θεοδοσίου – Μαρία τοῦ Σταυροῦ, «Πνευματικὴ Μελέτη ἐπὶ τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ», ἔκδ. τῆς Ἀδελφότητος τῆς Ἁγιωτάτης Παρθένου Μαρίας, Ἀθῆναι – Ῥώμη (μτφρ. ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ, “Méditations sur les Saints de Dieu”, Fraternité de la Très Sainte Vierge Marie – Athènes – Sainte Fête de Pâques 1960). Σελ. 88 - 93.


Ὅταν ἀκούῃ κανεὶς τὴν ἐξιστόρησιν τοῦ βίου ἑνὸς ἁγίου ἢ ὅταν διαβάζῃ τοὺς λόγους του, βλέπει ὅτι αὐτὸ τὸ ὁποῖον κυριαρχεῖ τῶν ταλαιπωριῶν, τῶν θλίψεων, τῶν πειρασμῶν, οἱ ὁποῖοι δοκιμάζουν τὸν ἅγιον αὐτόν, εἶναι μία ὑπερτάτη εἰρήνη, μία τελεία ἐγκατάλειψις εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ταπεινότητος καὶ τῆς ἐλπίδος, αἱ ὁποῖαι πληροῦν τὴν ψυχήν του. Ἡ εἰρήνη αὐτὴ τῆς ἐλπίδος δίδει ἕναν τόνον χαρούμενον εἰς τὴν ζωήν των καὶ εἰς αὐτὸ ἀκόμη τὸ μαρτύριόν των, χαρὰν ἡ ὁποία καταλαμβάνει καὶ ἡμᾶς καὶ μᾶς ἐξυψώνει.


Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔχῃ ὑποφέρει πλέον καὶ ἔχῃ πολὺ κοπιάσει ἐπὶ τῆς γῆς, εἰσέρχεται διὰ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ἀνάπαυσιν, εἰς τὴν εἰρήνην τοῦ Κυρίου. Τοῦτο εἶναι μία ἀλήθεια τόσον βαθεῖα, τόσον ἁπλῆ, τόσον γεμάτη ἀπὸ φῶς καὶ ἐλπίδα, ὥστε μόνον ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν μέχρι θανάτου καὶ χωρὶς οὐδέποτε νὰ ἀπελπισθοῦν, δύνανται νὰ τὴν καταλάβουν καὶ νὰ τὴν διακρίνουν εἰς τὴν ζωήν, εἰς τὰ ἔργα καὶ εἰς πάντας τοὺς κόπους τῶν ἁγίων.


Ὁ ἄνθρωπος διὰ νὰ βαδίση στηρίζεται πότε εἰς τὸ ἕνα πόδι, πότε εἰς τὸ ἄλλο. Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἔχει ἐντὸς τῆς ψυχῆς του ταυτοχρόνως, τὴν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέλησιν νὰ ἐργασθῇ διὰ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν πορείαν του πρὸς τὸ Βασίλειον, μίαν στιγμὴν κυριαρχεῖ ἐντός του ἡ ἀκίνητος προσευχή, καὶ τότε στηρίζεται εἰς τὸ σκέλος τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ ὕμνου τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ προχωρήση· τοιουτοτρόπως λαμβάνει δυνάμεις, διὰ νὰ δυνηθῇ ἐν συνέχειᾳ νὰ στηρίξῃ τὸ ἄλλο σκέλος, τὸ σκέλος τῆς ἐξωτερικῆς καὶ κοπιώδους ἐργασίας διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν. Ἡ ἐργασία αὐτὴ μὲ τὴν σειράν της, δοκιμάζει καὶ ἐνδυναμώνει τὴν ψυχήν, καὶ ἐπιτρέπει νὰ γίνῃ τὸ προσεχὲς βῆμα μὲ μίαν εἰρήνην βαθυτέραν καὶ περισσότερον ἐνεργόν. Καὶ ἡ πορεία εἶναι ἀτέρμων, ἐντὸς τῆς εἰρήνης καὶ πρὸς τὴν αἰώνιον εἰρήνην τοῦ Θεοῦ.


Ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τοὺς μαθητάς του: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν»[1]. Καὶ ἐὰν ὁ Ἰησοῦς καθορίζῃ ὅτι δίδει τὴν εἰρήνην κατ’ ἄλλον τρόπον ἀπ’ ὅτι τὴν δίδει ὁ κόσμος, τοῦτο τὸ κάμνει διὰ νὰ ἀφήσῃ ἕνα σαφὲς μήνυμα τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ὅ,τι ἐννοεῖ ὁ κόσμος μὲ τὴν λέξιν αὐτήν.


Πάντοτε διὰ τοῦ θανάτου εἰσέρχεται κανεὶς ἐντὸς τῆς εἰρήνης τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ διὰ τοῦ θανάτου ὡς πρὸς τὰ ἐγκόσμια. Κατὰ τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου, αἱ θλίψεις καὶ οἱ πόνοι λαμβάνουν τέλος διὰ τοὺς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι εἰσέρχονται ὁριστικῶς ἐντὸς τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ εἰσέρχεται εἰς τὴν ψυχήν των, πρὸ τοῦ θανάτου, ἐν τῷ μέσῳ τῶν βασάνων των.


Ἐπίσης δὲ ὅταν ὁ Χριστὸς λέγῃ: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν»[2], λέγει ὅτι ἦλθε, διὰ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν ψευδῆ εἰρήνην καὶ νὰ φέρῃ τὴν εἰρήνην τοῦ Βασιλείου ἐντὸς τῶν ψυχῶν· ἀλλὰ διὰ νὰ λάβῃ κανεὶς τὴν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἀποχωρισθῇ ἀπὸ τὸν κόσμον, καὶ οὕτω συνεχίζει ὁ Κύριος λέγων, ὅτι ἦλθε: «Διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς, καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς»[3] καὶ ὅτι, «ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ»[4].


Ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε διὰ τὴν ψευδῆ εἰρήνην καὶ τὴν ψευδῆ ἐπίγειον ἡσυχίαν. Δὲν ἦλθε διὰ νεκρὰς τακτοποιήσεις τῆς γῆς, καὶ διὰ νὰ εὐλογήσῃ τὸν ὕπνον τῆς ἁμαρτίας, διότι οἱ ἄνθρωποι δὲν δύνανται ἀτιμωρητὶ νὰ ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ· εἶναι ἀναγκαῖον νὰ κόψῃ κανεὶς ἕναν δεσμόν, ὁ ὁποῖος μὲ λέξεις καὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα εἰρήνης κρατεῖ τὴν ψυχὴν ἁλυσόδετον εἰς ἐπιδιώξεις δόξης, δικαιοσύνης καὶ ἐπιγείου ἡσυχίας, πράγματα τὰ ὁποῖα φέρουν τὴν σφραγίδα τοῦ θανάτου καὶ τῆς βλασφημίας. Διὰ τοῦτο ὁ Διδάσκαλος τῆς εἰρήνης, ὁ αἰώνιος Λόγος, ἐπρόφερε τοὺς λόγους αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶναι τόσον παράξενοι διὰ τὰ ἀνθρώπινα αὐτιά, καὶ οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ παρηγορίαν καὶ γλυκύτητα διὰ τὴν ψυχὴν ἡ ὁποία ἐλπίζει καὶ ἐπιθυμεῖ διακαῶς τὴν ἀδελφικὴν ἀγάπην: «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι. Καὶ ὅστις οὐ βαστάζει τὸν σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής»[5].


Ἡ ψυχὴ τοῦ ὑποκριτοῦ φαρισαίου, ἀναφερομένη εἰς παρομοίας περικοπὰς τῆς Γραφῆς, προσεπάθησε πάντοτε νὰ συκοφαντήσῃ τὸ μήνυμα τῆς αἰωνίου ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι ὑποκριταί, ἐπιδιώκουν ἐξ ὅλης ψυχῆς τὴν δικαιοσύνην, ἡ ὁποία κατὰ πρῶτον εἶναι ἐπιστροφὴ εἰς τὸν Θεόν, καὶ τὴν εἰρήνην ἡ ὁποία κατὰ πρῶτον εἶναι ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ εὐλογοῦν οἱ ἅγιοι τὸν Κύριον μὲ δάκρυα διὰ τὸ μήνυμα τῶν λόγων αὐτῶν, τὸ ὁποῖον ἐπαναφέρει τὴν τάξιν ἐντὸς τῆς ψυχῆς καὶ ἐντὸς τοῦ πνεύματος. Καὶ τὸ μήνυμα αὐτὸ ἐπιβεβαιοῖ διὰ παντὸς τὸ πρωτεῖον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀληθείας, ὑπεράνω παντὸς πράγματος. Καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ἀγάπης ἀναβλύζει ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ.


Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ θεία τάξις ἄθικτος, παροῦσα ἐντὸς τῆς ψυχῆς Του καὶ τῆς ἀνθρωπίνης μνήμης Του. Καὶ ὅταν δίδῃ τὴν εἰρήνην του, δίδει τὴν βεβαιότητα καὶ τὴν τάξιν ἐκείνην, ἡ ὁποία λάμπει εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς ὅπως τὸ στερέωμα ὑπεράνω πάσης θυέλλης τῆς ἀτμοσφαίρας. Ἡ εἰρήνη εἶναι ἕνα φῶς τὸ ὁποῖον φωτίζει πάσας τὰς ἀρετὰς καὶ τὸ ἀνεξιχνίαστον βάθος τῆς αἰωνιότητος.

Καὶ ὁ Ἰησοῦς, προτοῦ ἀποχωρισθῇ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, διὰ νὰ τοὺς προετοιμάσῃ διὰ τὴν νέαν περίοδον τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν ταλαιπωριῶν, τοὺς ὁμιλεῖ σαφῶς περὶ τοῦ ἑαυτοῦ Του, περὶ τοῦ θανάτου Του καὶ τοῦ προορισμοῦ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τοὺς λέγει: «Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε», καὶ ἀμέσως κατόπιν προσθέτει: «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον»[6].


Ὅθεν, οὐδεὶς δύναται νὰ ἔχῃ τὴν ἀληθῆ εἰρήνην ἔξω τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἀληθὴς εἰρήνη δὲν εἶναι ἀπουσία θλίψεων καὶ ταλαιπωριῶν, εἶναι τὸ ἀντίθετον, εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖον ὁδηγεῖ καὶ τὸ ὁποῖον φέρει συνεχῶς τὴν εὐλογοῦσαν εἰρήνην τοῦ Πατρός.

Ἡ εἰρήνη τῶν ἁγίων δὲν εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἡσυχία, οὔτε ἡ ἀπουσία τῶν φροντίδων· ἐὰν πιστεύῃ κανεὶς τὴν μαρτυρίαν των, τὸ παράδειγμά των καὶ τὸ μήνυμά των, ἡ εἰρήνη τὴν ὁποίαν τοὺς δίδει ὁ Θεὸς καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἀντίθετος τῆς εἰρήνης τοῦ κόσμου, εἶναι ἡ ἐνεργὸς σταθερότης τῆς ἀμεταβλήτου καὶ γλυκυτάτης τάξεως τοῦ Δημιουργοῦ, ἐντὸς τῆς πλέον ἐσωτέρας ζωῆς τῶν πλασμάτων του. Διὰ τοῦτο ἡ εἰρήνη τῶν ἁγίων εἶναι ἕνα ἰσχυρότατον μῦρον, εἶναι μία βαθυτάτη πραγματικότης αἰωνίου δράσεως.


Ὁ Ἅγιος Παῦλος εὔχεται εἰς τοὺς Ρωμαίους: «Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης μετὰ πάντων ὑμῶν»[7]. Καὶ εἰς τοὺς Κορινθίους λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς εἰρήνης[8]. Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς παρουσιάζεται ἐν τῷ μέσῳ τῶν μαθητῶν του, ἀφοῦ ἔζησε τὸν θάνατον, τοὺς χαιρετᾷ δίδων εἰς αὐτοὺς τὴν εἰρήνην: «Εἰρήνη ὑμῖν»[9]. Καὶ οἱ μαθηταὶ εἰσέρχονται εἰς τὴν ἐξαγιάζουσαν σταθερότητα καὶ εἰς τὴν σοφίαν τῆς εἰρήνης τοῦ Κυρίου. Παρομοίως, ὅταν ὁ Κύριος ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, οἱ ἄγγελοι ἀνήγγειλαν εἰς τοὺς ποιμένας τὴν εὐλογίαν τοῦ Πατρός: «Εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίας»[10].


Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐγεννήθη ἐν τῇ εἰρήνῃ τοῦ Πατρός. Ὁ Ἡσαΐας, ὁμιλῶν περὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὀνομάζει: «Ἄρχοντα τῆς Εἰρήνης» καὶ λέγει, ὅτι «μία εἰρήνη χωρὶς τέλος θὰ ἔλθῃ εἰς τὸν θρόνον τοῦ Δαυΐδ» [11].

Εἶναι δυνατὸν νὰ εὑρίσκεται κανεὶς εἰς ἐξωτερικὴν εἰρήνην μὲ κάποιον, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρόκειται περὶ τῆς ἀληθοῦς εἰρήνης. Ἐὰν πᾶσαι αἱ ἀρεταὶ ἦσαν ἀριθμοί, καὶ ἐὰν πάντα τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦσαν ἀριθμοί, καὶ ἐὰν πάντα τὰ ἀγαθὰ ἦσαν ἀριθμοί, ἡ εἰρήνη θὰ ἦτο ἡ τάξις καὶ ἡ ἁρμονία πάντων τῶν ἀριθμῶν. Διὰ τοῦτο δύναται κανεὶς νὰ εἴπῃ, ὅτι ὑπάρχει μία ἐξωτερικὴ εἰρήνη ἡ ὁποία εἶναι σημεῖον τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἐξωτερικὸς ἥλιος εἶναι σημεῖον τοῦ αἰωνίου φωτὸς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὑπάρχει μία εἰρήνη ἐξωτερικὴ καὶ μάλιστα καμμία φορὰ καὶ ἐσωτερική, ἡ ὁποία εἶναι σημεῖον τοῦ θανάτου, τῆς ἀπουσίας ἀγάπης, ὅπως ἡ ἀπουσία τοῦ ἡλίου ἀφίνει τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος ἐν ἀναπαύσει.


Ἡ εἰρήνη τῶν ἁγίων εἶναι ἡ διάλυσις πάσης ψευδαισθήσεως ἀναληθοῦς εἰρήνης, τὴν ὁποίαν δημιουργοῦν ἐντὸς τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων αἱ μεγάλαι κατακτήσεις καὶ κατασκευαὶ καὶ τὰ ἐξωτερικὰ θαύματα τῆς ἐπιστήμης τῶν ἀνθρώπων. Πίσω ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἀκόμη πίσω ἀπὸ ὅλην τὴν λαμπρότητα τοῦ στερεώματος καὶ τὴν ἀπεραντοσύνην τῶν ἀστρικῶν διαστημάτων, ὑπάρχει ἕνα ἄνοιγμα, ὅπου τὸ ἐσωτερικὸν βλέμμα δύναται νὰ εἰσέλθῃ ἐντὸς τῆς ἀληθείας τῆς ζωῆς, ἐντὸς αὐτῆς ταύτης τῆς ζωῆς. Τὸ ἄνοιγμα αὐτό, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει ὡρισμένον χῶρον, οὔτε ὡρισμένον χρόνον, οὔτε καὶ κανὲν ὅριον, ἀλλὰ τὸ ὁποῖον εἶναι ἕνα ἀληθὲς ἄνοιγμα πρὸς τὴν ἀλήθειαν, εἶναι ἡ εἰρήνη τῶν ἁγίων, δηλαδὴ εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὴν δέχεται κανεὶς μὲ ἀγάπην καὶ ταπεινότητα. «Εἰρήνη ὑμῖν».

[1] Ἰωάνν. 14:27. [2] Ματθ. 10:34 [3] Ibid. 35. [4] Ibid. 36. [5] Λουκ. 14:26-27 [6] Ἰωάνν. 16:33. [7] Ρωμ. 15:33. [8] «Οὐ γάρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλ’ εἰρήνης» (1Κορ. 14:33). [9] Ἰωάν. 20:19. [10] Λουκ. 2:14. [11] Ἡσ. 9:5-7.


Εἰκόνα: “Christus Miles”. Ψηφιδωτὸ (περ. 494 – 520 μ.Χ.)

Ἀρχιεπισκοπικὸ Παρεκκλήσιο, Ραβέννα (Ἰταλία).


Στὸ ψηφιδωτὸ αὐτό, ὁ Κύριος παρουσιάζεται ἐνδεδυμένος ὡς στρατιώτης, βαστάζοντας τὸν Σταυρὸ ἀντὶ ὅπλου, καὶ Εὐαγγέλιο ὅπου ἀναγράφονται οἱ λόγοι Του, «Ego sum via veritas et vita» (ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή). Ὁ Κύριος καταπατεῖ ἐπὶ τοῦ λέοντος καὶ τοῦ ὄφεως (πρβλ. Ψαλ. 90:13, “’Eπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσῃ, καὶ καταπατήσεις λέοντα καὶ δράκοντα”).


Featured Posts
Recent Posts
Archive
Search By Tags
Δεν υπάρχουν ακόμη ετικέτες.
Follow Us
  • Facebook Basic Square
bottom of page