top of page

Ἡ Μικρὴ Νέλλη τοῦ Ἁγίου Θεοῦ (1903 – 1908)

π. Δημήτριος.

Ἡ ἐκπληκτικὴ ἱστορία τῆς σύντομης ἀλλὰ καὶ ἱερᾶς ζωῆς τῆς Μικρῆς Νέλλης τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, γνωστῆς καὶ ὡς Ἡ Μικρὴ Βιολέττα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀρχίζει στὴν Ἰρλανδία τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Ὁ πατέρας της, Οὐΐλλιαμ Ὄργκαν, καὶ ἡ μητέρα της, Μαίρη Ὄργκαν τὸ γένος Ἄχερν, νυμφεύθηκαν στὶς 4 Ἰουλίου 1896. Σύντομα ὁ γάμος τους εὐλογήθηκε μὲ τὴν ἀπόκτηση τεσσάρων τέκνων: τοῦ Τόμας, τοῦ Ντέϊβιντ, τῆς Μαίρης, καὶ τέλος τῆς Νέλλης. Ἡ Ἰρλανδία ἐμαστίζετο τότε ἀπὸ τὴν ἀνεργία, κι ἔτσι ὁ Οὐΐλλιαμ ἔπρεπε νὰ ἐπιλέξει ἀνάμεσα στὴ μετανάστευση καὶ στὴν κατάταξή του ὡς ἐπαγγελματία στρατιώτη στὸν Ἀγγλικὸ Στρατό. Ἐπέλεξε τὸ δεύτερο, καὶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1897 κατετάγη στὸν Ἀγγλικὸ Στρατό, στὴ φρουρὰ τῆς ναυτικῆς πόλεως τοῦ Γουότερφορντ.


Ἡ οἰκογένειά του διέμενε πλέον στὸν καταυλισμὸ ὅπου διέμεναν οἱ ἔγγαμοι ὁπλίτες, ἐντὸς τοῦ στρατῶνος τοῦ Βασιλικοῦ Βρετανικοῦ Πεζικοῦ στὸ Γουότερφορντ. Ἐκεῖ γεννήθηκε ἡ Νέλλη, στὶς 24 Αὐγούστου 1903, καὶ ἐντὸς ὁλίγων ἡμερῶν μετὰ τὴ γέννησή της βαπτίσθηκε στὸν ἐνοριακὸ ἱ. ναὸ τῆς Ἁγ. Τριάδος, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Ἕλεν. Ὅμως ὅλοι τὴν ἀποκαλοῦσαν μὲ τὸ ὑποκοριστικό της, Νέλλη.


Ἡ Νέλλη ὡς νήπιο ἀρχίζει νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τόν «Ἅγιο Θεό».

«Ὅταν ἡ Νέλλη ἦταν μόλις δύο ἐτῶν», ἔγραψε ὁ πατέρας, «ἔπιανε τὸ χέρι μου, καὶ ἐνῷ πηγαίναμε στὴ Θεία Λειτουργία, σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ μιλοῦσε συνεχῶς γιὰ τὸν “Ἅγιο Θεό”. Ἔτσι μιλοῦσε πάντοτε γιὰ τὸν Θεό, καὶ δὲν γνωρίζω ποῦ καὶ πῶς ἔμαθε νὰ Τὸν ἀποκαλεῖ ἔτσι». Ἡ Νέλλη λάτρευε τὸν πατέρα της, καὶ τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὴ μητέρα της, ἦταν ν’ ἀγοράσει ἕνα ροδάριο γιὰ τὸν πατέρα της.


Τὸ ἀτύχημα τῆς Νέλλης καὶ ὁ θάνατος τῆς μητέρας της.

Ἡ κ. Ὄργκαν, ἡ μητέρα τῆς Νέλλης, ἦταν μία πολὺ εὐσεβὴς γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε μία πολὺ εὔθραυστη ὑγεία. Κάποια μέρα, ποὺ ἡ κ. Ὄργκαν ἦταν πολὺ ἄρρωστη, κάλεσαν μιὰ μπέϊμπυ-σίττερ νὰ φροντίσει τὴ Νέλλη. Ἡ κοπέλα ἦταν ἀπρόσεκτη καὶ τὸ μωρὸ τῆς ἔπεσε ἀπὸ τὰ χέρια, ὅμως, ἀπὸ τὸν φόβο τῆς τιμωρίας δὲν τὸ εἶπε σὲ κανέναν. Ἐξ αἰτίας ἐκείνης τῆς πτώσεως ἡ Νέλλη ὑπέστη ζημιὰ στὴν σπονδυλικὴ στήλη της καὶ ἐξάρθρημα ἰσχίου, καὶ καθὼς τὸ κοριτσάκι μεγάλωνε, οἱ πόνοι της γίνονταν ὅλο καὶ πιὸ ἀφόρητοι, χωρὶς τὸ νήπιο νὰ δύναται νὰ πεῖ τί τοῦ συνέβαινε.


Ὅταν ὁ σύζυγός της μετετέθη στὸ Σπάϊκ Ἄϊλαντ, ἀνοιχτὰ τοῦ Κόρκ, αὐτὸ ἦταν μιὰ ἀληθινὴ εὐλογία γιὰ τὴν κ. Ὄργκαν, διότι ὁ καθαρὸς θαλασσινὸς ἀέρας τῆς ἔκανε πολὺ καλό. Ἔτσι, ἔπαιρνε συχνὰ τὴ Νέλλη γιὰ περίπατο στὴν ἀμμουδιά, ὅπου τὴ βοηθοῦσε νὰ φτιάχνει πύργους μὲ τὴν ἄμμο, τῆς μιλοῦσε γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς δίδαξε πῶς νὰ προσεύχεται τὸ ἅγιο Ροδάριο. Καθημερινῶς δέ, ὁδηγοῦσε τὴ Νέλλη –ἡ ὁποία ἦταν ἀκόμη πολὺ μικρὴ ὥστε νὰ πάει στὸ σχολεῖο– στὴ κοντινή τους ἐκκλησία γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία.


Ὡστόσο, σύντομα ἡ ὑγεία της χειροτέρευσε πολύ, καὶ ἡ κ. Ὄργκαν ἐμφάνισε φυματίωση, μιὰ ἀσθένεια ἀνίατη κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Προσευχήθηκε πολὺ κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς τελικῆς της δοκιμασίας, καὶ τὸ ροδάριο δὲν ἔλειψε ποτὲ ἀπὸ τὰ χέρια της. Ἀπεβίωσε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1907, ὅταν ἡ Νέλλη ἦταν μόλις τριάμισι ἐτῶν.


Ἡ Νέλλη ὁδηγεῖται στὸ Σχολεῖο τῶν Καλογραιῶν.

Ὁ Οὐΐλλιαμ προσπάθησε ν’ ἀναλάβει τὸ ρόλο τῆς ἀποθανούσης συζύγου του στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν του, ὅμως σύντομα κατάλαβε ὅτι δὲν μποροῦσε ν’ ἀνταποκριθεῖ καὶ ζήτησε τὴ βοήθεια μιᾶς ντόπιας γυναίκας γιὰ τὴ φροντίδα τῶν παιδιῶν του, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πολύωρης ὑπηρεσίας του. Αὐτὸ κράτησε γιὰ λίγο καιρό. Ἀφοῦ ὁ πατέρας διαπίστωσε ὅτι αὐτὸ δὲν κάλυπτε τὶς ἀνάγκες ὅλων τῶν παιδιῶν του, κυρίως τὶς αὐξημένες ἀνάγκες τῆς Νέλλης, ἀποφάσισε νὰ ἀφήσει τὰ παιδιά του νὰ πᾶνε σὲ ἄλλα σπίτια, ὥστε νὰ λάβουν τὴ φροντίδα καὶ τὴν ἐκπαίδευση ποὺ πλέον ἐκεῖνος ἀδυνατοῦσε νὰ τοὺς δώσει. Μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς φίλου του ἱερέως, κανονίστηκε ὥστε τὰ παιδιὰ νὰ γίνουν οἰκότροφοι τῶν ἐκκλησιαστικῶν Σχολείων τῆς Ἐπισκοπῆς. Ὁ Τόμας εἰσῆλθε στὴ Σχολὴ τῆς ἀνδρώας Ἱ. Μονῆς τῶν Ἀδελφῶν τῆς Ἀγάπης στὸ Ἄπτον, ὁ Ντέϊβιντ στὴ Σχολὴ ποὺ διηύθυναν οἱ Ἀδελφὲς τοῦ Ἐλέους στὸ Πάσσατζ Γουέστ, ἐνῷ ἡ μικρὴ Νέλλη μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή της Μαίρη, στὶς 11 Μαΐου 1907 ὁδηγήθηκαν στὸ Σχολεῖο τοῦ Ἁγ. Φινβάρου, ποὺ διηύθυναν οἱ Ἀδελφὲς τοῦ Καλοῦ Ποιμένος στὸ Σάντεϋ’ς Γουέλλ τοῦ Κόρκ. Ἐκεῖ παρέμεινε ἡ μικρὴ Νέλλη γιὰ ὀκτὼ μῆνες, μέχρι τὸν θάνατό της.


Ὅταν ἔφθασε στὴ Μονή, ἡ Νέλλη ἔπασχε ἀπὸ κοκκύτη, ποὺ σὲ συνδυασμὸ μὲ τοὺς χρόνιους πόνους της, τὴν ἔκανε νὰ κλαίει πολύ. Ἔτσι, τὶς πρῶτες μέρες οἱ μοναχὲς νόμιζαν ὅτι πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἕνα κακομαθημένο παιδί. Ὡστόσο, πολὺ γρήγορα κατάλαβαν τί συνέβαινε μὲ τὴ σπονδυλική της στήλη καὶ τὸ ἰσχίο της, καὶ τῆς ἀγόρασαν εἰδικὰ παπούτσια. Ἡ μικρούλα πολὺ γρήγορα κέρδισε τὶς καρδιές ὅλων, καὶ ὅλες τὶς ἀποκαλοῦσε «Μανούλες». Ἐκεῖνες συνειδητοποίησαν ὅτι κάτι τὸ πολὺ ἰδιαίτερο ὑπῆρχε στὴ Νέλλη, μιὰ ἀσυνήθιστη γιὰ τὴν ἡλικία της αἴσθηση καὶ κατανόηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Τὸ κοριτσάκι ἔπασχε ἐπίσης ἀπὸ προχωρημένη τερηδόνα, μὲ σήψη τῶν οὔλων καὶ τῆς κάτω γνάθου, ποὺ ἐπίσης τῆς προκαλοῦσε φρικτοὺς πόνους καὶ ἔκανε τὸ στόμα της νὰ μυρίζει πολὺ ἄσχημα. Ἔτσι οἱ καλόγριες ἀποφάσισαν νὰ τὴ μεταφέρουν σὲ ἕνα μικρὸ σπίτι στὸ βάθος τοῦ κήπου, τὸ ἀναρρωτήριο γιὰ τὰ ἄρρωστα παιδιά, καὶ ἀνέθεσαν τὴ φροντίδα της σὲ μία νοσοκόμα ποὺ λεγόταν Μαίρη Λόνγκ. Ἐκεῖ, ἡ Νέλλη ἀνέπτυξε μία ἰδιαίτερη εὐλάβεια γιὰ τὸ Παιδίον Ἰησοῦ τῆς Πράγας.


Ἡ εὐλάβεια τῆς Νέλλης πρὸς τὸ Παιδίον Ἰησοῦ.

Ἡ μικρὴ Νέλλη παρέμεινε γιὰ δύο μῆνες στὸ ἀναρρωτήριο τῆς Ἱερᾶς Καρδίας. Ἡ νοσοκόμα της, Μὶς Χώλλ, συχνὰ θεωροῦσε ἀπαραίτητο νὰ παραμείνει τὸ βράδυ μαζὶ μὲ τὸ νήπιο, κι ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Νέλλης γιὰ τὴ φροντίδα αὐτὴ ἦταν γεμάτη ἀπὸ παιδικὴ ἀγάπη. «Ὁ Ἅγιος Θεὸς πῆρε τὴ μανούλα μου», ἔλεγε, «ἀλλὰ μοῦ ἔδωσε ἐσένα νὰ εἶσαι ἡ μανούλα μου». Κι ἁπλώνοντας τὸ μικροσκοπικό της χεράκι μέσα ἀπὸ τὰ κάγκελα τῆς κούνιας της, ἔσφιγγε τὸ χέρι τῆς νοσοκόμας μέχρι ποὺ ἀποκαμωμένη μέσα στοὺς πόνους της τὴν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος.


Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου, ποὺ ἡ Νέλλη ἦταν ἀκόμα καθηλωμένη στὸ κρεββάτι τοῦ ἀναρρωτηρίου, ἕνας μικρὸς βωμὸς στὸν τοῖχο, ὅπου βρισκόταν τὸ ἱερὸ ὁμοίωμα τοῦ Θείου Παιδίου Ἰησοῦ τῆς Πράγας, τράβηξε τὴν προσοχή της. Ρώτησε τότε τὴν Μὶς Χὼλλ γιὰ τὸ ποιό παιδάκι εἶναι στὸν τοῖχο, κι ἐκείνη τῆς ἐξήγησε ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας ὅταν ἦταν μικρὸ Παιδί, καὶ τῆς ἀφηγήθηκε τὴν ἱερὴ ἱστορία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Τὸ κοριτσάκι ἄκουγε μὲ μεγάλο ἐνθουσιασμὸ τὴν ἀφήγηση, κι ἀπὸ τότε χαιρόταν νὰ τῆς λένε «τὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ὅταν ἦταν μικρὸ Παιδάκι», ὅπως ἔλεγε ἡ ἴδια, κι ἄρχισε νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Παιδίον Ἰησοῦ. Μάλιστα, ἔκτοτε ὅταν ἤθελε νὰ μιλήσει γιὰ τὰ Χριστούγεννα, τὰ ὀνόμαζε πάντοτε «τὰ Γενέθλια τοῦ Ἁγίου Θεοῦ». Οἱ Ἀδελφές, βλέποντας τὴν εὐλάβεια τοῦ παιδιοῦ, τὴν παρότρυναν νὰ κάνει ἕνα Ἑννεαήμερο προσευχῆς στὸ Παιδίον Ἰησοῦ τῆς Πράγας, ζητῶντας Του νὰ τὴν κάνει νὰ περπατήσει καὶ πάλι. Ἡ Νέλλη ἔκανε τὴν Ἐννεαήμερη προσευχή, καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Μὲ μιὰ ἀνεξήγητα ἀνανεωμένη δύναμη, κατόρθωσε νὰ περπατήσει στὸν κῆπο χωρὶς ὑποστήριξη, μόνο κρατῶντας κάποιον ἀπὸ τὸ χέρι. Ἔκτοτε, τὸ Θεῖο Παιδίον Ἰησοῦς ἔγινε ὁ καλύτερος Φίλος της καὶ ἄρχισε μὲ πολλὴ τρυφερότητα καὶ ἀγάπη, νὰ ἔχει πολλὲς ζωηρὲς συζητήσεις μὲ τὸ ἱερὸ ὁμοίωμα τοῦ Παιδίου Ἰησοῦ. Ὅταν λίγο ἀργότερα ἡ πρώην πρώην νοσοκόμα της, Μὶς Χώλλ, ἀσθένησε, ἡ Νέλλη κάλεσε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κορίτσια καί –ἐννοῶντας τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἰησοῦ τῆς Πράγας– τοῦ εἶπε: «Πήγαινε νὰ μοῦ φέρεις τὸν Ἅγιο Θεό, καὶ βάλε Τον κοντά μου, στὴν καρέκλα. Θέλω νὰ τοῦ ζητήσω νὰ κάνει καλὰ τὴ μανούλα. Μὲ ἔκανε κι ἐμένα καλά, νὰ ξέρεις».


Τὸ Παιδίον Ἰησοῦς χορεύει γιὰ νὰ διασκεδάσει τὴν ἄρρωστη μικρή Του φίλη.

Ἕνα ἀπὸ τὰ παιχνίδια τῆς Νέλλης ἦταν μιὰ τσίγκινη σφυρίχτρα, μὲ τὴν ὁποία τῆς ἄρεσε πολὺ νὰ παίζει. Μιὰ μέρα, πρὸς τὰ τέλη Σεπτεμβρίου, ἡ Μαίρη Λὸνγκ εἶχε πολλὴ δουλειὰ στὴν κουζίνα, κι ἐπιπλέον ἦταν ἐπιφορτισμένη μὲ τὸ καθῆκον τῆς ἀντιγραφῆς κάποιων στίχων ποὺ θἄπρεπε ν’ ἀπαγγείλλουν τὰ παιδιὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς ἐπισκέψεως τῆς Ἐπαρχιακῆς Ἡγουμένης. Ἡ Νέλλη ἦταν μαζί της κι ἔπαιζε ἥσυχα μὲ τὰ παιχνίδια της. Ὅμως μετὰ ἀπὸ λίγο πῆγε στὴ Μαίρη καὶ τῆς εἶπε: «Λόνγκυ, δῶσε μου τὸ Μωρό μου!» ἐννοῶντας βέβαια τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἰησοῦ τῆς Πράγας. Ἡ Μαίρη δὲ τῆς ἔδωσε σημασία στὴν ἀρχή, ὅμως ἡ Νέλλη ἐπέμενε: «Λόνγκυ, δῶσε μου τὸ Μωρό μου!» Τότε γιὰ νὰ τὴν ξεφορτωθεῖ, ἡ Μαίρη συναίνεσε: «Θὰ σοῦ τὸ δώσω, Νέλλη, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ νὰ προσέξεις νὰ μὴ τὸ σπάσεις, γιατὶ τότε ἡ Μητέρα Φραγκίσκη θὰ θυμώσει πάρα πολύ».


Ἡ Μαίρη πῆγε στὸ ἄλλο δωμάτιο, πῆρε τὸ ἄγαλμα καὶ τὸ ἔδωσε στὴ Νέλλη, ἡ ὁποία καταχαρούμενη ἀγκάλιασε τὸν Μικρὸ Ἰησοῦ, κι ἄρχισε νὰ τὸν φιλᾶ μὲ πολλὰ λογάκια στοργῆς καὶ ἀγάπης. Ἔπειτα τὸ τοποθέτησε στὸ πάτωμα, δίπλα στὰ παιδικὰ κατσαρολικά της, μὲ τὰ ὁποῖα ἔπαιζε, κι ἡ Μαίρη συνέχισε συνέχισε τὴν ἀντιγραφή της. Σημειώνει ἡ ἴδια ἡ Μαίρη Λόνγκ:

Ξαφνικὰ ἡ Νέλλη ἄρχισε νὰ φωνάζει ἐνθουσιασμένη: «Λόνγκυ, Αὐτὸς χορεύει γιὰ χάρη μου! Λόνγκυ, παῖξε μουσική!» κι ἁρπάζοντας τὴ σφυρίχτρα της συνέχισε νὰ φυσσᾶ, σταματῶντας μόνο γιὰ νὰ κλάψει λίγο, καὶ συνέχισε: «Χορεύει γιὰ χάρη μου! Λόνγκυ, παῖξε περισσότερη μουσική!» Νόμιζα ὅτι τὸ παιδὶ τρελλάθηκε. Τότε μπῆκε μέσα ἡ Ζοζεφίν, ἡ κοπέλα ποὺ βοηθοῦσε στὸ καθάρισμα, καὶ μοῦ εἶπε ἀμέσως: «Τί συμβαίνει μὲ τὴ Νέλλη;» Ἡ Νέλλη, μὲ τὸ πρόσωπο ἀναψοκοκκινισμένο καὶ μὲ μάτια ποὺ πετοῦσαν σπίθες, φώναξε ρίχνωντας μιὰ ματιὰ πρὸς τὸ μέρος μας, κι ἀμέσως γύρισε καὶ πάλι πρὸς τὸ ἄγαλμα: «Γλυκούλι! Παῖξε μουσική! Χορεύει γιὰ χάρη μου, κι ἐγὼ τώρα θὰ χορέψω γιὰ Ἐκεῖνον», κι ἡ Νέλλη ἄρχισε νὰ περπατᾶ μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο σταμάτησε ἀπότομα, καὶ λυπημένη ψιθύρισε: «Τώρα σταμάτησε». Κι ἔτσι ἡσύχασε.

Τὰ λουλούδια τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.

Καθὼς περνοῦσαν οἱ μῆνες, ἡ Νέλλη σύντομα ἀρρώστησε γιὰ ἄλλη μιὰ φορά. Συχνὰ οἱ καλὲς Ἀδελφὲς τῆς ἔφερναν λουλούδια, γιὰ νὰ τὴν κάνουν νὰ χαρεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν θλιβερῶν ἡμερῶν τῆς ἀσθενείας της. Ἐκείνη, μόλις τὰ ἔβλεπε ἔλεγε: «Μά, πόσο καλὸς εἶναι ὁ Ἅγιος Θεός, ποὺ ἔφτιαξε γιὰ χάρη μου τόσο ὄμορφα λουλούδια;» Ἐπέμενε μάλιστα ὅτι τὰ καθαρὰ καὶ φρέσκα λουλούδια ἦσαν τὰ μόνα ποὺ ὁ Ἰησοῦς τῆς Πράγας τοῦ ἄρεσε νὰ τοῦ προσφέρουν. Ὅταν μία ἐκ τῶν Καλογραιῶν τῆς ἔδωσε τεχνητὰ ἄνθη γιὰ νὰ προσφέρει στὸ Θεῖο Παιδίον, ἐκείνη ἀρνήθηκε, καὶ τῆς εἶπε: «Εἶναι πολὺ σκληρά… Δῶστε Του μερικὰ ἀπὸ τὰ δικά Του λουλούδια».


Ὁ Ἅγιος Θεὸς προσφέρει ἕνα λουλούδι στὴ μικρή Του φίλη.

Μιὰ μέρα, ἡ Μαίρη Λόνγκ, φθάνοντας στὴν εἴσοδο τοῦ ἀναρρωτηρίου, βρῆκε τὴ Νέλλη ν’ ἀνεβαίνει στὸ κρεββάτι μ’ ἕνα λουλούδι στὸ χέρι, τὸ ὁποῖο προφανῶς εἶχε πάρει ἀπὸ τὸ βάζο ποὺ ἦταν πάνω σ’ ἕνα κοντινὸ τραπέζι. Ἀντιλαμβανόμενη τὴν παρουσία τῆς Μαίρης, ἡ Νέλλλυ παράχωσε τὸ λουλούδι κάτω ἀπ’ τὰ σκεπάσματα τοῦ κρεββατιοῦ, νομίζοντας ὅτι ἡ πράξη της θὰ περνοῦσε ἀπαρατήρητη. Ὅμως ἡ Μαίρη εἶχε ἰδεῖ πολὺ καλά, κι ἄρχισε τὴν ἀνάκριση: «Ποιός ἔκλεψε αὐτὴ τὴν ὑπέροχη μαργαρίτα ἀπὸ τὸ βάζο;» Ἡ Νέλλη τῆς ἀπήντησε: «Κανεὶς δὲν τὴν ἔκλεψε, Λόνγκυ». Ἡ Μαίρη ἐπέμεινε: «Τότε ποῦ εἶναι; Μήπως εἶναι κάτω ἀπ’ τὸ κρεββάτι;» καὶ προσποιήθηκε ὅτι ψάχνει. Ἡ Νέλλη ξεκαρδίστηκε στὰ γέλια, κι ἔβγαλε τὸ λουλούδι ἀπ’ τὴν κρυψώνα του χαμολεγῶντας. «Ἄχ, ἄτακτο παιδί!», εἶπε ἡ Μαίρη, «θὰ πῶ στὴ Μητέρα Ἡγουμένη, ὅταν ἐπιστρέψει, ὅτι ἔκλεψες τὸ λουλούδι». Ἡ Νέλλη δὲν ἀπήντησε, ἀλλὰ ἔσφιξε τὸ λουλούδι στὸ στῆθος της, ἐννοῶντας ὅτι τῆς ἀνήκει. Ἀργότερα, ὅταν ἦσαν μόνες τους μὲ τὴ Μαίρη, τῆς ἐκμυστηρεύτηκε: «Μανούλα, συγγνώμη ποὺ κράτησα τὸ λουλούδι, ἀλλὰ δὲν τὸ πῆρα μόνη μου. Ἐγὼ ἁπλῶς μιλοῦσα μὲ τὸν Ἅγιο Θεό, κι Ἐκεῖνος τὸ πῆρε καὶ μοῦ τὸ προσέφερε… Τὸ ἔκανε, Μανούλα!»


Ἰησοῦ, δῶσε μου τὸ τόπι Σου!

Ὅπως εἴδαμε παραπάνω, οἱ Ἀδελφὲς τῆς ἀγόρασαν εἰδικὰ ἀνατομικὰ παπούτσια, καὶ μερικὰ ζευγάρια ρὸζ κάλτσες. Ἡ Νέλλη καμάρωνε πολὺ γιὰ τὰ παπούτσια αὐτὰ καὶ τὶς ὡραῖες κάλτσες της. Μιὰ μέρα, στάθηκε μπροστὰ στὸ ἄγαλμα τοῦ Παιδίου Ἰησοῦ τῆς Πράγας, καὶ τὸ περιεργαζόταν. Ὁ Ἰησοῦς κρατοῦσε στὰ Χέρια Του τὴ οὐράνια σφαῖρα, τὴν ὁποία ἡ Νέλλη νόμιζε γιὰ παιδικὸ τόπι. Ἔτσι, γύρισε καὶ Τοῦ εἶπε: «Ἰησοῦ, ἂν μοῦ δώσεις τὸ τόπι Σου, ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὰ παπούτσια μου!» Ἀμέσως ἡ νοσοκόμα της τῆς εἶπε: «Νέλλη, αὐτὸ ποὺ ζητᾶς δὲν γίνεται». Ἡ μικρὴ τῆς εἶπε ἀμέσως: «Ἄμα θέλει, μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ δώσει!»


Μιὰ ἄλλη μέρα, ἡ νοσοκόμα της τὴν πῆρε μαζί της στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ κάνουν τὸν Δρόμο τοῦ Σταυροῦ. Ἡ μικρὴ Νέλλη ἀπόρησε γιὰ τὴ Σταύρωση, καὶ ρώτησε: «Μὰ γιατί τοὺς ἄφησε ὁ Ἅγιος Θεὸς νὰ Τοῦ τὸ κάνουν αὐτό; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε σταματήσει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ἂν τὸ ἤθελε». Ἡ νοσοκόμα τῆς ἐξήγησε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐκουσίως ἄφησε νὰ Τὸν σταυρώσουν ὥστε νὰ πληρώσει Ἐκεῖνος γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἡ Νέλλη ξέσπασε σὲ κλάματα, φωνάζοντας: «Καημένε, Ἅγιε Θεέ! Καημένε, Ἅγιε Θεέ!»


Ἡ γενναιότητα τῆς Μικρῆς Νέλλης ἀπέναντι στὶς δοκιμασίες.

Σύντομα διαπιστώθηκε ἀπὸ τὸν γιατρὸ ὅτι ἔπασχε ἐπίσης κι ἀπὸ φυματίωση, ὅπως ἡ μητέρα της. Ὁ γιατρὸς ἐνημέρωσε τότε τὶς Ἀδελφὲς ὅτι τὸ παιδὶ εἶχε λιγότερο ἀπὸ ἕνα ἔτος ζωῆς. Ἐκτὸς αὐτοῦ, διαγνώσθηκε ὅτι ἕνα δόντι μεγάλωνε στὴ ρίζα τῆς γλῶσσας της κι ἔπρεπε ν’ ἀφαιρεθεῖ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπεμβάσεως, τὸ ἤδη ἄρρωστο σαγόνι της θρυμματίστηκε ἀναδύοντας ἀκόμα μεγαλύτερη δυσοσμία. Καθὼς τὸ ὀστό της θρυμματιζόταν, ἡ μικρὴ Νέλλη, μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, ἔσφιγγε τὸ σταυρό της κι ἔλεγε: «Τί εἶναι αὐτὸς ὁ πόνος, σὲ σύγκριση μὲ αὐτὸ ποὺ ἔπαθε ὁ Ἅγιος Θεὸς ἐπάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ μένα;»


Τῆς χορηγεῖται τὸ Ἅγιο Χρῖσμα.

Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Κόρκ, σεβ. Ὀ’ Κάλλαχαν, ἄκουσε γιὰ τὴ Μικρὴ Νέλλη καὶ τὴ μεγάλη ἀγάπη της γιὰ τὸν Ἅγιο Θεό, ἀποφάσισε νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ τῆς χορηγήσει τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Ὅταν ἡ Νέλλη τὸ ἔλαβε, εἶπε: «Εἶμαι τώρα ἡ μικρὴ στρατιώτης τοῦ Ἁγίου Θεοῦ». Ἔκτοτε προσπάθησε νὰ ὑπομένει τοὺς πόνους της χωρὶς πολλὲς διαμαρτυρίες. Ὅμως ἄρχισε ν’ ἀνυπομονεῖ προκειμένου νὰ λάβει τὴν Πρώτη της Θεία Μετάληψη.


Ἡ λαχτάρα τῆς Μικρῆς Νέλλη γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία καὶ ἡ ὐπερφυσική της ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἀληθινὴ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Ἡ Νέλλη δὲν εἶχε κλείσει ἀκόμα τὰ τέσσερα χρόνια της, ὅταν ἄρχισε νὰ λαχταρᾶ νὰ λάβει τὴ Θεία Κοινωνία. Ἤθελε διακαῶς νὰ λάβει τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ στὴ Θεία Εὐχαριστία, ὅμως ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡ Πρώτη Θεία Κοινωνία διδόταν στὰ δώδεκα ἔτη, ὥστε νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοήσουν τί εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. Συνήθιζε νὰ ξαπλώνει ἥσυχα στὸ κρεββάτι της, ψιθυρίζοντας ξανὰ καὶ ξανά: «Ἄχ, πόσο λαχταρῶ τὸν Ἅγιο Θεό! Ἀναρωτιέμαι πότε θὰ ἔλθει! Θέλω τὸν Ἅγιο Θεό!». Οἱ Ἀδελφὲς ἔμεναν ἔκπληκτες ποὺ ἡ μικρὴ Νέλλη σκεφτόταν καθημερινῶς τὴ Θεία Κοινωνία. «Μανούλα», εἶπε μιὰ μέρα στὴ νοσοκόμα της, Μὶς Χώλλ, «Πήγαινε στὴν Θεία Λειτουργία, κι ὅταν πάρεις τὸν Ἅγιο Θεό, ἔλα γρήγορα πίσω νὰ μὲ φιλήσεις, καὶ μετὰ ἐπιστρέφεις καὶ πάλι». Ἡ νοσκόμα της ἐπέστρεφε πάντοτε ἀμέσως μετὰ τὴ Θεία Μετάληψή της προκειμένου νὰ φιλήσει τὴ Νέλλη, κι ἔπειτα ἐπέστρεφε στὸ Παρεκκλήσιο. Ἡ Νέλλη λαχταροῦσε καὶ δεχόταν μὲ μεγάλη χαρὰ αὐτὴ τὴ στιγμή, ὡς τὴν πλησιέστερη προσέγγιση ποὺ μποροῦσε νὰ ἔχει μὲ τὸν Ἅγιο Θεό.


Ἐπίσης, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπη της γιὰ τὴ Θεία Εὐχαριστία, ὁ Κύριος τῆς χάρισε τὸ δῶρο νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν Πραγματική Του Παρουσία στὸ Ἁγιώτατο Μυστήριο. Ἔτσι, μιὰ μέρα ποὺ ἡ νοσοκόμα της δὲν πῆγε στὴ Λειτουργία ἀλλὰ συνέχισε νὰ κάνει ἐργασίες στὴν κουζίνα, ὅταν πῆγε νὰ δεῖ τὴ Νέλλη στὸ δωμάτιό της, ἡ μικρὴ ἦταν ἀδιάφορη καὶ δὲν ζήτησε νὰ τὴν φιλήσει. Ἡ Μαίρη Λὸνγκ παραξενεύτηκε, καὶ ρώτησε: «Λοιπόν, Νέλλη, πῶς εἶσαι σήμερα;» Πρὸς μεγάλη της ἔκπληξη, ἡ μικρὴ τῆς μίλησε ἐπικριτικά: «Δὲν πῆρες τὸν Ἅγιο Θεὸ σήμερα τὸ πρωΐ». Ἡ Μαίρη ἀπόρησε, ὅμως σκέφθηκε ὅτι ἴσως ἡ Νέλλη τὴν εἶχε ἀκούσει νὰ κυκλοφορεῖ στὴν κουζίνα, γι’ αὐτὸ ἐγνώριζε ὅτι δὲν εἶχε λειτουργηθεῖ κι οὔτε εἶχε μεταλάβει. Ἔτσι, σκέφθηκε νὰ τὴ δοκιμάσει σὲ ἀνύποπτο χρόνο. Πράγματι, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες προσποιήθηκε ὅτι πήγαινε στὴ Θεία Λειτουργία χωρὶς νὰ πάει, καὶ προσπάθησε νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτὸ αὐτὸ ἀπὸ τὴ Νέλλη. Ὅταν ἐπέστρεψε, καὶ πάλι ἡ μικρὴ ἦταν ἀδιάφορη στὸ καλημέρισμα τῆς νοσοκόμας της, καὶ τῆς εἶπε θλιμμένη τὰ ἴδια ἐπιτιμητικὰ λόγια: «Δὲν πῆρες τὸν Ἅγιο Θεὸ σήμερα». Ἡ Μαίρη τὴ ρώτησε: «Πῶς τὸ γνωρίζεις αὐτό, ἀγάπη μου;» γιὰ νὰ λάβει τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: «Νὰ μὴ σὲ νοιάζει. Ξέρω ὅτι δὲν πῆρες τὸν Ἅγιο Θεό».


Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, οἱ Άδελφὲς ἀντιλαμβάνονταν ὅλο καὶ περισσότερο ὅτι ὑπῆρχε κάτι τὸ ἰδιαίτερο στὴ Νέλλη, ἡ ὁποία ὄχι μόνον ζητοῦσε ἐπιμόνως νὰ κοινωνήσει, ἀλλὰ γνώριζε ἐπίσης πότε τὸ Ἁγιώτατο Μυστήριο ἦταν ἐκτεθειμένο γιὰ λατρεία, ἀλλὰ κι ἂν κάποιος εἶχε πραγματικὰ κοινωνήσει.


Ἡ νοσοκόμα Μὶς Χὼλλ ἀφηγήθηκε τὴ θαυμαστὴ συμπεριφορὰ τῆς Νέλλης, ὅταν ἐκείνη γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της ἔλαβε μέρος σὲ λατρευτικὴ προσκύνηση τοῦ Ἁγιωτάτου Μυστηρίου. Ἐκεῖνο τὸ πρωΐ, ἡ Μὶς Χὼλλ μετέφερε τὴ Νέλλη κάτω στὸ Παρεκκλήσιο. Ἡ Νέλλη ποτὲ πρὶν στὴ ζωή της δὲν εἶχε ἰδεῖ τὴ Θεία Εὐχαριστία ἐκτεθειμένη σὲ ὀστενσόριο γιὰ προσκύνηση, οὔτε τῆς εἶχε ἐξηγήσει κάποιος τί θὰ γινόταν. Ἡ μικρὴ κατέπληξε τοὺς πάντες, ὅταν ἀντικρύζοντας τὴν ἐκτεθειμένη Θεία Εὐχαριστία, τὴν ἔδειξε μὲ τὸ χεράκι της καὶ ψέλλισε: «Μανούλα, ἐκεῖ εἶναι! Ἐκεῖ εἶναι ὀ Ἅγιος Θεὸς τώρα!» ἐνῷ μιὰ ἔκφραση οὐρανίου ἐκστάσεως χαράχθηκε στὸ πρόσωπό της.


Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ μέχρι τὴν κοίμησή της, ἡ Νέλλη γνώριζε, χωρὶς νὰ εἶναι παροῦσα καὶ ὑπερφυσικῷ τῷ τρόπῳ, ἀκριβῶς πότε τὸ Ἁγιώτατο Μυστήριο ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κλειδωμένο Ἀρτοφόριο καὶ ἐκτείθετο γιὰ λατρευτικὴ προσκύνηση, κι ἔλεγε στὶς ἔκπληκτες Ἀδελφές: «Ὁ Ἅγιος Θεὸς δὲν εἶναι φυλακισμένος σήμερα. Πᾶρτε με κάτω στὸ Παρεκκλήσιο, νὰ εἶμαι κοντά Του».


Ἡ Πρώτη Θεία Μετάληψη τῆς Νέλλης.

Ὅλες οἱ Ἀδελφὲς εἶχαν καταλάβει ὅτι ἡ Νέλλη ἦταν προικισμένη μὲ μία ἰδιαίτερη καὶ σπάνια γιὰ τὴν ἡλικία της πνευματικότητα, καὶ ἡ Μητέρα Ἡγουμένη –σύμφωνα μὲ τὴ δική της γραπτὴ μαρτυρία– εἶχε τὴν καρδιακὴ εἰδοποίηση ἀπὸ τὸν Κύριο ὅτι βρίσκεται ἐνώπιον μιᾶς ἐκλεκτῆς ἁγίας παιδικῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ζητοῦσε ἐπιμόνως τὴ Θεία Μετάληψη καὶ γνώριζε τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτὸ τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, δηλαδὴ ὅτι εἶχε ἤδη τὴ διάκριση τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν μόλις τεσσάρων ἐτῶν. Ἔτσι, τὸν Δεκέβριο τοῦ 1907, ἀποφάσισε νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν π. Μπέρυ Τ.Ἰ. νὰ μιλήσει μὲ τὴ Νέλλη, καὶ νὰ διαπιστώσει ἂν τὸ τετράχρονο κοριτσάκι ἦταν ἕτοιμο νὰ λάβει τὴν Ἁγία Κοινωνία κατ’ ἐξαίρεσιν (τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὰ παιδιὰ γίνονταν δεκτὰ στὴ Θεία Μετάληψη σὲ ἡλικία 10–12 ἐτῶν).


Ὁ π. Μπέρυ ὄχι μόνον δὲν ἀπέρριψε τὸ αἴτημα τῆς Ἡγουμένης, ἀλλὰ ἔχοντας διαπιστώσει κι ὁ ἴδιος τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα τῆς Νέλλης, ἀπήντησε: «Ὁ ἅγιος Ἀλφόνσος ἔδωσε κάποτε τὴ Θεία Κοινωνία σὲ ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, ποὺ λαχταροῦσε νὰ κοινωνήσει. Ἂν μοῦ τὸ ἐπιτρέψει ὁ Ἐπίσκοπος, θὰ κάνω τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴ μικρὴ Νέλλη».


Τὴν ἴδια ἡμέρα, ὁ π. Μπέρυ πῆγε καὶ μίλησε μὲ τὴ Νέλλη: «Πές μου, Νέλλη, τί εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία;» Ἡ ἀπάντηση τῆς Νέλλης ἦλθε ψιθυριστά, διότι τὸ παιδὶ ἦταν ἐξηντλημένο ἀπὸ τὴ φυματίωση: «Εἶναι ὁ Ἅγιος Θεός! Εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὶς Μοναχὲς καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἁγίους!». Σὲ ἑπομένη ἐρώτηση τοῦ π. Μπέρυ σχετικὰ μὲ τὴ Θεία Μετάληψη, ἀπάντησε μὲ παιδικὴ ἀθωότητα ἀλλὰ καὶ μὲ θεολογικὴ ἀκρίβεια: «Ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται στὴ γλῶσσα μου, καὶ μετὰ κατεβαίνει στὴν καρδιά μου». Ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῆς Νέλλης, ὁ π. Μπέρυ ἔγραψε μιὰ ἐπιστολὴ στὸν Ἐπίσκοπο, ζητῶντας εἰδικὴ ἄδεια γιὰ νὰ τῆς δώσει τὴν Πρώτη της Θεία Κοινωνία.


Ἡ θετικὴ ἀπάντηση τοῦ Ἐπισκόπου ἦλθε χωρὶς χρονοτριβή, ἐνῷ ὁ π. Μπέρυ ἔτρωγε τὸ γεῦμα του στὸ σαλόνι τοῦ Μοναστηριοῦ. Μόλις διάβασε τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ καλὸς ἱερέας σηκώθηκε ἀμέσως κι ἔτρεξε νὰ μεταφέρει τὰ χαρμόσυνα νέα στὴ Νέλλη, ἡ ὁποία ὅταν τὰ ἄκουσε εἶπε τρισευτυχισμένη: «Θὰ ἔχω τὸν Ἅγιο Θεὸ στὴν καρδιά μου! Θὰ ἔχω τὸν Ἅγιο Θεὸ στὴν καρδιά μου!»

Οἱ καλόγριες τῆς ἔφτιαξαν ἕνα λευκὸ φόρεμα κι ἕνα στεφάνι μὲ λευκὸ πέπλο. Ἀφοῦ τὴν ἔντυσαν, τὴν μετέφεραν στὸ Παρεκκλήσιο τῆς Μονῆς, στό «Σπίτι τοῦ Ἁγίου Θεοῦ», ὅπως τὸ ἔλεγε ἡ μικρούλα, γιὰ νὰ λάβει τὴν Πρώτη της Θεία Κοινωνία. Ἦταν ἡ 6η Δεκεμβρίου 1907, ἡ πρώτη Παρασκευὴ τῆς Περιόδου τῆς Παρουσίας καὶ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου, προστάτου τῶν μικρῶν παιδιῶν. Ἡ Νέλλη εἶχε περάσει ὅλη τὴ νύχτα προετοιμάζοντας τὴν παιδικὴ καρδούλα της γιὰ νὰ δεχθεῖ τόν «Ἅγιο Θεό», καὶ ἡ στιγμὴ εἶχε ἐπιτέλους φθάσει. Ἡ Μητέρα Φραγκίσκη περιέγραψε τὴ μεταμόρφωση τοῦ προσώπου τῆς Νέλλης, καθὼς ἐλάμβανε τὴ Θεία Μετάληψη: «Τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου της ἔλαμπαν, σὰν φωτισμένα ἀπὸ τὴν Παρουσία ἑνὸς μεγάλου φωτὸς στὴν καρδιά της, ποὺ ἀντανακλοῦσε στὸ πρόσωπό της».

Τὸ παιδὶ φαινόταν νὰ εἶναι ἐντελῶς παραδομένο στὸ θαῦμα ποὺ μόλις εἶχε λάβει. Μάλιστα, ἡ μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία εὐχαριστήρια προσευχὴ τῆς Νέλλης συνεχίστηκε μέχρι ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα. Ἦταν ὁ Ἴδιος ὁ Ἅγιος Θεὸς ποὺ τῆς ἐδίδαξε αὐτό.


Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔλαβε τὴν Πρώτη της Θεία Κοινωνία, ἐξαφανίστηκε τελείως καὶ θαυματουργικῶς ἡ δυσωσμία ποὺ ἀνέδυε τὸ στόμα της ἐξ αἰτία τῆς σάπιας κάτω γνάθου καὶ τῶν σάπιων οὔλων της.


Οἱ τελευταῖες 32 ἡμέρες τῆς ζωῆς της.

Ἡ ὑγεία της μέρα μὲ τὴ μέρα ἐπιδεινονόταν, ἐξ αἰτίας τῆς φυματιώσεως. Ὁ ἱερέας τῆς ἔφερνε πλέον τὴ Θεία Κοινωνία στὸ κρεββάτι της, καθημερινῶς. Ἡ Νέλλη ἦταν πολὺ σχολαστικὴ γιὰ τὸ τί θὰ φοροῦσε, ἔστω καὶ στὸ κρεββάτι της, προκειμένου νὰ δεχθεῖ τὴ Θεία Μετάληψη. Ὅλα τὰ ἤθελε πεντακάθαρα καὶ ὁλόλευκα ἐπάνω της. Ὅταν κάποια ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς τελευταῖες ἡμέρες μιὰ Ἀδελφὴ τῆς εἶπε, «Νέλλη, θὰ πρέπει νὰ εἶσαι εὐχαριστημένη. Τὸ λουλουδένιο φόρεμα ποὺ φορᾶς τώρα, ἀρκεῖ γιὰ νὰ λάβεις τὴ Θεία Κοινωνία», ἐκείνη ἀπήντησε: «Θέλω τὸ λευκὸ φόρεμα! Δὲν μπορῶ νὰ λάβω τὸν Ἅγιο Θεὸ μ’ αὐτὸ τὸ φόρεμα!» Ἡ Ἀδελφὴ ἀναγκάστηκε καὶ τὴν ἔντυσε στὰ λευκά.


Μιὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς τελευταῖες ἡμέρες, μιὰ ἄλλη Ἀδελφὴ τὴν ἐπισκέφθηκε μετὰ τὴν καθημερινὴ Θεία Μετάληψή της. Σημειώνει ἡ Ἀδελφή:

Ὅταν ἐπισκέφτηκα τὴ Νέλλη, περίπου στὶς 4:45 τὸ ἀπόγευμα, ἐκείνη ἦταν ξαπλωμένη ἀκίνητη στὴ μικρή της λευκὴ κούνια, γυρισμένη πρὸς τὸ παράθυρο. Εἶχα ἀκούσει γιὰ τὴν περίεργη αὐτὴ στάση της ἐκείνη τὴν ἡμέρα κι εἶχα μεγάλη περιέργεια νὰ τὴν ἰδῶ. Ἔσκυψα ἀπὸ πάνω της, καὶ καθὼς τὸ ἔκανα ἡ Νέλλη γύρισε ξαφνικὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Ἄχ, Μανούλα, εἶμαι τόσο χαρούμενη! Μίλησα μὲ τὸν Ἅγιο Θεό!» Ἡ φωνή της ἔτρεμε ἀπὸ χαρὰ καὶ τὸ πρόσωπό της εἶχε φωτιστεῖ. Τὰ ματάκια της ἔλαμπαν τόσο ἔντονα, ποὺ κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἀντίρρηση ὅτι τὰ μάτια αὐτὰ εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἅγιο Θεό. Τὸ δὲ χαμόγελό της δὲν περιγράφεται, διότι ἦταν παραδεισένιο, ἐνῷ γύρω ἀπὸ τὸ κρεββάτι της ὑπῆρχε μιὰ ἐξαίσια ὀσμὴ ἀπὸ θυμίαμα.

Στὸ κατώφλι τοῦ Οὐρανοῦ.

Ἡ Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1908 ξημέρωσε χωρὶς καμμία ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀνάρρωση τῆς Νέλλης. Μάλιστα ἦταν ἕνα θαῦμα τὸ πῶς συνέχισε νὰ παραμένει ἐν ζωῇ, ἀφοῦ πλέον τὸ στομάχι της δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσει οὔτε μιὰ κουταλιὰ ζωμό. Οὐσιαστικῶς, ἡ Νέλλη ζοῦσε μόνον μὲ τὴν καθημερινὴ Θεία Κοινωνία. Τὰ βάσανα τοῦ παιδιοῦ ἦσαν τόσο μεγάλα, ποὺ κάποια μέρα ἔκαναν μιὰ ἀπὸ τὶ Μοναχὲς νὰ ξεσπάσει σὲ κλάμματα. Τὸ ἅγιο κοριτσάκι, τῆς εἶπε τότε μὲ ἀπορία: «Γιατί κλαῖς, Μανούλα; Θὰ πρέπει νὰ χαίρεσαι ποὺ πηγαίνω στὸν Ἅγιο Θεό!»


Ἡ Νέλλη εἶχε ἀνακοινώσει τὴν πληροφορία ποὺ εἶχε λάβει ἄνωθεν, ὅτι θὰ πήγαινε στὸν Ἅγιο Θεό «τὴ δική Του ἡμέρα», δηλαδὴ ἡμέρα Κυριακή, κι ὅτι θὰ φοροῦσε τὸ φόρεμα τῆς Πρώτης της Θείας Μεταλήψεως. Τὸ τέλος πλησίαζε.


Τὴν Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 1908 τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ Μητέρα Φραγκίσκη, ἡ ὁποία ἐγνώριζε ὅτι εὑρίσκεται ἐνώπιον μιᾶς ἐκλεκτῆς ἁγίας ψυχῆς, μιᾶς ψυχῆς – θύματος. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα, τῆς εἶπε: «Νέλλη, ὅταν θὰ πᾶς στὸν Ἅγιο Θεό, θὰ Τοῦ ζητήσεις νὰ μὲ πάρει κι ἐμένα κοντά Του; Λαχταρῶ τὸν Παράδεισο!» Ἡ Νέλλη κύτταξε κατάματα τὴν Ἡγουμένη, κι ἔπειτα τὰ μάτια της ἔλαμψαν ἀπὸ ἕνα ὑπερφυσικὸ φῶς. Τότε μόνον μίλησε, καὶ τῆς εἶπε: «Ὁ Ἅγιος Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ σὲ πάρει, Μανούλα, μέχρι νὰ τελειοποιηθεῖς, καὶ νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ Ἐκεῖνος θέλει ἀπὸ σένα νὰ κάνεις». Αὐτὸ ἐπαληθεύτηκε: Ἡ Μητέρα Φραγκίσκη ἔζησε μέχρι τὰ 99 της χρόνια.


«Νῦν, ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ» (Λουκ. 2:29)

Ἡ Μικρὴ Νέλλη τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ἔλαβε τὴ Θεία Κοινωνία ἐπὶ 32 συνεχόμενες ἡμέρες στὴ σύντομη ἀλλὰ πλήρη ἁγιότητος ζωή της. Τὴν 33η ἡμέρα, ὁ Ἅγιος Θεὸς ἐδέχθη τὴν ἁγία ψυχή της στὸν Οὐρανό. Ἦταν ἡμέρα Κυριακὴ καὶ φοροῦσε τὸ φόρεμα τῆς Πρώτης της Θείας Κοινωνίας, ὅπως εἶχε πληροφορήσει τὶς Μοναχές. Ἦταν ἡ Κυριακὴ 2 Φεβρουαρίου 1908, ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, τῆς ἀφιερώσεώς Του ὡς Βρέφους στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.


Καθ’ ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα τῆς 2ας Φεβρουαρίου, ἡ ἐπιθανάτια ἀγωνία τῆς Νέλλης ἦταν συγκλονιστική. Πολλὲς Ἀδελφὲς προσῆλθαν μὲ τὴ σειρά τους, γιὰ νὰ γονατίσουν καὶ νὰ προσευχηθοῦν γύρω ἀπὸ τὴν κούνια τοῦ νηπίου. Τρεῖς ἐξ αὐτῶν παρέμειναν κι ἔγιναν μάρτυρες τῆς ἀγίας τελευτῆς τῆς Νέλλης.


Λίγο πρὶν τὶς 15:00, ἡ Νέλλη ἡρέμησε κι ἔμεινε ἀκίνητη γιὰ σχεδὸν μία ὥρα, μὲ τὰ μάτια της καρφωμένα πρὸς τὰ κατωπόδαρα τῆς κούνιας της, σὲ κάτι ποὺ μόνον ἡ ἴδια ἔβλεπε. «Ὑπῆρχε ἕνα ἐξαιρετικὸ βλέμμα σ’ ἐκεῖνα τὰ ὑπέροχα μάτια», εἶπε μία ἐκ τῶν Ἀδελφῶν ποὺ ἦσαν παροῦσες, «Δὲν ἦταν ἡ ἀκαθόριστη γυαλιστερὴ ἔκφραση ἑνὸς ἑτοιμοθανάτου». Ξαφνικά, τὰ μάτια τῆς Νέλλης γέμισαν μὲ δάκρυα, μὲ δάκρυα χαρᾶς, ὅπως περιγράφουν οἱ Μοναχές. Προσπάθησε νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ πλησιάσει αὐτὸ ποὺ μόνον ἐκείνη ἔβλεπε ἐπὶ τόση ὥρα, κι ἔπειτα χαμογέλασε. Ἀπὸ τὴν κίνηση τῶν χειλιῶν της, φαινόταν ὅτι συνομιλοῦσε μὲ Κάποιον, καὶ σηκώνοντας τὰ μάτια της, ἀκολούθησε μὲ τὸ βλέμμα της Αὐτὸν μὲ τὸν Ὁποῖον συνομιλοῦσε, καὶ ποὺ φαινόταν νὰ ἔχει μετακινηθεῖ ἀπὸ τὰ κατωπόδαρα τῆς κούνιας της, καὶ νὰ αἰωρεῖται πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι της. Σ’ αὐτὴ τὴν στάση, μὲ ἕνα ἐκστατικὸ χαμόγελο σχηματισμένο στὸ πρόσωπό της, ἡ ψυχὴ τῆς Μικρῆς Νέλλης πέταξε πρὸς τὸν λατρεμένο της Ἅγιο Θεό, περὶ τὴν Ἑνάτη Ὥρα, τὴν ὥρα ποὺ παρέδωσε τὸ Πνεῦμα ὁ Ἅγιος Θεὸς ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἦταν τότε τεσσάρων ἐτῶν, πέντε μηνῶν καὶ ὀκτὼ ἡμερῶν.


Quam singulari

Ὁ τότε Πάπας, ἅγιος Πῖος Ι΄, ἔχοντας βιώσει σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία τὴν ἐπιθυμία νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, κι ἔχοντας ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἕνα σημεῖο ὥστε νὰ νομοθετήσει τὴ μείωση τῆς ἡλικίας γιὰ τὴ λήψη τῆς Πρώτης Θείας Κοινωνίας, ὅταν πληροφορήθηκε γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Μικρῆς Νέλλης τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ἀναφώνησε: «Ἰδού! Αὐτὸ εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ εἶχα ζητήσει!» Στὶς 15 Αὐγούστου 1910, ἐξέδωσε τὸ διάταγμα «Quam singulari», διὰ τοῦ ὁποίου μείωσε τὴν ἡλικία τῆς Πρώτης Θείας Κοινωνίας στὰ 7 ἔτη, τὴν ἡλικία τῆς διακρίσεως. Μάλιστα, ἔδωσε ὁ ἴδιος τὴ Θεία Μετάληψη σὲ ἕνα πολὺ μικρότερο κοριτσάκι, ἡλικίας 4 ἐτῶν, ποὺ ἐπέδειξε μία ἐξαιρετικὴ κατανόηση τοῦ Μυστηρίου.

Τελικά, τὸ Παιδίον Ἰησοῦς τῆς Πράγας εἶχε χαρίσει «τὸ τόπι Του», τὸν Οὐρανό, στὴ Μικρὴ Νέλλη τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, κι ἐκείνη Τοῦ εἶχε χαρίσει τὰ παπούτσια της, προκειμένου νὰ βαδίσει καὶ νὰ εἰσέλθει στὶς καρδιὲς τῶν νηπίων, διὰ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματός Του.



Featured Posts
Recent Posts
Archive
Search By Tags
Δεν υπάρχουν ακόμη ετικέτες.
Follow Us
  • Facebook Basic Square
bottom of page