top of page

Ὁ Σταυρός, ἡ μετάνοια καὶ ὁ θάνατος τῆς ἐσωτερικῆς ὁμολογίας.

Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ π. Νικολάου Ἰ. Βιδάλη, «Ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή», ἔκδ. Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, Ἀθῆναι 2007.


Πολλοὶ ἄνθρωποι διερωτοῦνται:

«Ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, σὲ τὶ χρειάζεται πλέον ἡ προσπάθεια κάθε ἀνθρώπου; Γιατὶ χρειάζεται νέος ἀγῶνας; Δὲν ἀρκεῖ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου;»

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἀρκεῖ, ἀσφαλῶς. Ὅμως ἀρκεῖ γιὰ τὸν σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε ἡ Θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κι ὄχι γιὰ τὸν σκοπὸ ποὺ θέτουν οἱ ἄνθρωποι. Διότι πολλοὶ ἄνθρωποι, ἀρκετὲς φορές, ἐπικαλοῦνται τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ τοὺς σώσει ὄχι ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς ἁγιότητος. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ συμπεριφέρονται, σὰν ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ ἐκείνους νὰ ἦταν ὁ κόπος, τὸν ὁποῖο ἀπαιτεῖ ὁ ἐξαγιασμός, ἐνῷ ὁ πραγματικὸς κίνδυνος, ἐκ τοῦ ὁποίου σώζει ὁ Σταυρός, εἶναι τὸ νὰ παραμείνει ὁ ἄνθρωπος ὅπως εἶναι μέσα στὸν κόσμο.

Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου εἶναι ἀρκούντως ἰσχυρός, ὥστε νὰ δώσει, σ’ ὅποιον ἐλεύθερα τὸ ἐπιθυμεῖ, τὴ δύναμη τοῦ ἐξαγιασμοῦ ὥστε νὰ εἰσέλθει στὴν αἰώνια ζωή, ποὺ ἄνοιξε καὶ κατοχύρωσε ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τριάδος ὁ Θεάνθρωπος: Ὁ Σταυρὸς μᾶς ὁδηγεῖ στὸ Βασίλειο τῆς Χάριτος.

Ἀληθινὰ ὁ ἄνθρωπος ἐξαγοράσθηκε μὲ τὴ Θυσία τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦτο σημαίνει ὅτι ἔγινε ἐλεύθερος κι ὅτι ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ κάνει πρὸ Χριστοῦ παρ’ ὅλες τὶς θυσίες, ἀπέκτησε τὴ δύναμη νὰ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει: Δηλαδή, νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴ νέα γενεὰ τοῦ Χριστοῦ. Νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ εἰσέλθει μὲ τὴ σύνδεση αὐτὴ στὴν κατάπαυση τοῦ Θεοῦ, στὴν εἰρήνη τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἡ σύνδεση αὐτὴ ἔγινε διὰ τοῦ Σταυροῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο του. Ἡ σύνδεση αὐτὴ σημαίνει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, μίμηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ταύτιση μαζί Του. Καὶ γιὰ νὰ μιμηθεῖ κάποιος τὸν Χριστό, θὰ πρέπει νὰ μιμηθεῖ τὴν Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ γιὰ τὸν πλησίον. Γιὰ νὰ ταυτιστεῖ κάποιος μὲ τὸν Χριστό, θὰ πρέπει νὰ ὑποστεῖ, μὲ τὴν ἴδια ἀνεξικακία καὶ ὑπομονή, τὸν Σταυρό του.

Ἑπομένως, γι’ αὐτὴ τὴ μίμηση καὶ τὴν ταύτιση μὲ τὸν Χριστό, χρειάζεται ἡ ἐλεύθερη ἐπιθυμία καὶ ὁ ἀγῶνας τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Καὶ γι’ αὐτό, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι διὰ τοῦ Σταυροῦ ἔφερε ὁ Ἰησοῦς στὸν κόσμο τὴ Σωτηρία. Διότι ἔδωσε σὲ κάθε ἄνθρωπο -ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τὸ θέλει- τὴ δυνατότητα νὰ Τὸν μιμηθεῖ καὶ νὰ ταυτισθεῖ μαζί Του, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ.

Πραγματικὰ λοιπόν, ὁ Σταυρὸς ἀρκεῖ καὶ ὑπεραρκεῖ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ἐάν ὅμως θέλω ἁπλῶς νὰ εἰσέλθω ὅπως εἶμαι στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνον ὁ Σταυρός, ἀλλὰ τίποτε δὲν ἀρκεῖ. Διότι εἶναι σὰν νὰ ζητῶ τὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ χωρὶς τὴν Ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Σταυρὸς φέρει τὸν ἄνθρωπο ἐνώπιον τῆς πρώτης ἁμαρτίας καὶ ἐνώπιον τοῦ τέλους τοῦ κόσμου. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀφήνει ἀνοικτὴ τὴν ψυχὴ του ὥστε νὰ δεχθεῖ τὸ μήνυμα τοῦ Σταυροῦ, γίνεται σὰν μία καλὴ γῆ, στὴν ὁποία πέφτει ἄφθονος καὶ δωρεάν, ὁ σπόρος τῆς Χάριτος.

Ναί, δωρεὰν δίδεται ἡ Χάρις, διότι κανεὶς δὲν εἶναι ἄξιος τῆς Χάριτος. Καὶ χωρὶς τὴ Χάρη, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ δεῖ, οὔτε νὰ ἐννοήσει, οὔτε νὰ ἀγαπήσει.

Ὅμως γιὰ νὰ καρποφορήσει ἡ Χάρις –ἡ ὁποία φέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἔντονη ἀνάμνηση τῆς πτώσεως καὶ ταυτοχρόνως τὴν ἔντονη ἀνάμνηση τῆς Ἁγιότητος ἀπὸ την ὁποία ἐξῆλθε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου– χρειάζεται μία καλὴ γῆ, καθὼς καὶ νερό. Καὶ ἡ καλὴ γῆ εἶναι ἡ ἀνοικτὴ ψυχή μας, ἡ καλὴ θέληση τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἔχουμε ἐλεύθερα. Καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ πολλαπλασιαστεῖ ὁ καρπὸς τῆς Χάριτος, εἶναι ἡ ἐξέταση τῆς συνειδήσεως. Καὶ τὸ νερό, τὸ πότισμα, εἶναι ὅλες οἱ σκέψεις καὶ οἱ πράξεις θυσίας, τὶς ὁποῖες κάνουμε ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ εἰρήνη.

Ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴν ἐξέταση τῆς συνειδήσεως προϋποθέτει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ νὰ γίνει κάθε μέρα τελειότερη ἡ ἐξέταση αὐτή, χρειάζεται ἡ καλὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως ἡ ἐξέταση εἶναι δύσκολη καὶ συχνὰ ἡ ψυχὴ δὲν γνωρίζει πῶς τὴν νὰ κάνει: Θέλει, θέλει πολύ, ἀλλὰ δὲν γνωρίζει τὸν τρόπο. Ὁ «παλαιὸς ἄνθρωπος» ποὺ εἶναι μέσα στὸν καθένα μας, γίνεται πιὸ κρυφός: Δὲν ἀνθίσταται πλέον φανερά, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ κρύψει τὰ κίνητρα τῶν πράξεών μας. Προσπαθεῖ νὰ μπερδέψει τοὺς δρόμους, ὥστε νὰ χάσουμε τὰ χνάρια τοῦ κακοῦ, νὰ μᾶς ἐμποδίσει νὰ δοῦμε καθαρὰ καὶ νὰ μᾶς ἀποκρύψει τὶς ἱερὲς ἔννοιες.

Εἶναι λοιπὸν ἀναγκαῖο ἕνα κυνηγητὸ μέσα μας ἐναντίον τοῦ Πονηροῦ, μία καταδίωξη μεθοδική, γρήγορη καὶ ὁλοκληρωτική. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ὀνομάζουμε τὰ πράγματα καὶ τὶς πράξεις μας μὲ ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη ἀκρίβεια καὶ αὐστηρότητα, χωρὶς ν’ ἀφήνουμε τίποτε ἀβέβαιο καὶ θολό.

Αὐτὴ ἡ ὀνομασία τῶν πραγμάτων καὶ τῶν πράξεων εἶναι ἐπίπονη. Εἶναι πάρα πολὺ κοπιαστικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του ὅπως εἶναι στὴν πραγματικότητα καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ ὅπως εἶναι. Ὅταν ἀρχίσουμε νὰ διακρίνουμε τὸ βάθος τῶν πράξεών μας, ἡ πρώτη ἐσωτερική μας κίνηση εἶναι εἴτε ἐξέγερση καὶ θυμός, εἴτε ἀπελπισία.

Ὅταν ἀρχίσω νὰ βλέπω ὅτι π.χ. κατὰ βάθος εἶμαι φιλάργυρος, ἡ πρώτη κίνηση εἶναι ν’ ἀπορρίψω αὐτὴ τὴν κατηγορία, τὴν ὁποία ὁ ἐαυτός μου κάνει στὸν ἑαυτό μου, νὰ θυμηθῶ τίς ὑποχρεώσεις μου, τὴν οἰκογένειὰ μου, τὴν πιθανότητα ἀσθενειῶν, τὴ σκληρότητα τῶν ἀνθρώπων, καὶ γενικῶς νὰ θυμηθῶ ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ μοῦ καθησυχάσει τὴ συνείδηση καὶ νὰ σκεπάσει τὸ βασικὸ αὐτὸ ἐλάττωμα τῆς φιλαργυρίας, τὸ ὁποῖο ὁ Ἅγιος Παῦλος ὀνομάζει «εἰδωλολατρία» (βλ. Κολοσ. 3:5).

Εἶναι πάλι δυνατὸν νὰ μὴ συμβεῖ αὐτό, νὰ δεχθῶ αὐτὴ τὴν κατηγόρια, ἀλλὰ νὰ μπῶ σὲ ἀπελπισία. Διότι θὰ νομίζω ὅτι δὲν ἔχω πλέον τὴ δύναμη ν’ ἀλλάξω κι ὅτι εἶμαι χαμένος. Κι ἀφοῦ εἶμαι χαμένος, ἄς συνεχίσω ὅπως εἶμαι.

Ὅλες αὐτὲς οἱ σκέψεις εἶναι ἄδικες καὶ προσβλητικὲς γιὰ τὸν Σταυρό, τόσο στὴν περίπτωση ποὺ ἡ ψυχὴ μου ἐγείρεται καὶ προσπαθεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ, ὅσο καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ἀπελπίζεται. Διότι ὁ Σταυρός τοῦ Θεοῦ δίδει σὲ ὅποιον εἰλικρινὰ ἐπιθυμεῖ, τὴ δύναμη νὰ ἰδεῖ, νὰ ἐπανορθώσει καὶ νὰ λυτρωθεῖ.

Χρειάζεται προπαντὸς ταπεινότητα, μεγάλη καὶ ἀληθινή, καθὼς κι ἕνα εἶδος παιδικῆς ἁπλότητας. Μέσα στὴν ταπεινότητα μπορῶ νὰ προβῶ μὲ ἀσφάλεια στὴν ἐξέταση τῆς συνειδήσεως καὶ στὴν ἀκριβὴ ὀνομασία τῶν πράξεών μου. Μέσα στὴν ταπεινότητα θὰ μπορέσω νὰ πῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πρῶτον κι ἕπειτα στὸν ἑαυτό μου, τὶς πράξεις μου μὲ ἱερὴ ἀκρίβεια. Θὰ πῶ:

«Ὑπῆρξα κλέφτης, ὑπῆρξα ψεύτης, ὑπῆρξα ἐγωιστής, χωρίς νὰ σκεφθῶ τὴ συμβουλὴ τῆς Ἐκκλησίας Σου, Κύριε. Μίλησα περὶ ἀγάπης, περὶ συγγενείας, ἐνῷ ὑπῆρχε μέσα μου ἡ σκέψη τοῦ συμφέροντος.

»Ἐνοχλοῦμαι, Κύριε, ὅταν μοῦ ζητοῦν νὰ εἶμαι ἐμπράκτως ταπεινός, καὶ ψάχνω σπασμωδικὰ νὰ βρῶ στούς λόγους τῶν Ἁγίων Σου κάποιο ἐπιχείρημα γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὸν θυμό μου καὶ τὴ μνησικακία μου. Εἶπες ν’ ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας κι ἐγὼ ἀπαντῶ κάθε φορά, “Μά, Αὐτὸς ποὺ τὸ εἶπε εἶναι Θεός, εἶναι Ἅγιος, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος”, σὰν νὰ εἶχες ἔλθει, Κύριε, νὰ φέρεις τὴν Ἁγιότητα στὰ φυτὰ καὶ στὰ ζῶα, κι ὄχι στοὺς ἀνθρώπους.

»Οἱ Ἅγιοί Σου καὶ ἡ Ἐκκλησία Σου, μοῦ ζητοῦν νὰ ἐξαγνισθῶ γιὰ νὰ γνωρίσω τὸ μυστικὸ τῆς Ἀγάπης Σου, τῆς Ἀγάπης τῆς Ἀειπάρθενου Μαρίας καὶ πάντων τῶν Ἁγίων Σου, Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Κι ἐγὼ ἐπαναστατῶ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας Σου, διότι θέλω ἡ Ἐκκλησία Σου, Κύριε, νὰ πράττει καὶ νὰ διδάσκει σύμφωνα μὲ τὸ δικό μου θέλημα, καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὸ δικό Σου. Θέλω, Κύριε, ἡ Ἐκκλησία Σου νὰ ὀνομάζει τὴν ἁμαρτία ἀρετὴ ὥστε νὰ μὴ θίγομαι, θέλω νὰ μοῦ δίδει ἄφεση γιὰ κάθε κακὴ πράξη μου χωρὶς ἐγὼ νὰ ἔχω λάβει τὴν ὁριστικὴ ἀπόφαση νὰ μὴ τὴν ἐπαναλάβω.

»Κι ὅταν μοῦ ἐξηγεῖ ὁ Ἱερὸς Λόγος Σου τὴν ἀνάγκη τῆς ὁριστικῆς μετανοίας, ἐγὼ δικαιολογῶ τὸν ἑαυτό μου λέγοντας: “Ὁ Θεὸς εἶναι Καλός, ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη, ὁ Θεός ἔκανε τὸν κόσμο, ὁ Θεός ἔκανε τὰ ἀγαθά. Γιατί θὰ πρέπει νὰ τὰ στεροῦμαι; Κι ἄν ἁμάρτησα, ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε τὴ Σωτηρία”. Κι αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ σκέφτηκα καὶ μίλησα δικαιολογῶντας τὸν ἑαυτό μου, εἶναι πολὺ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τὶς προηγούμενες κακὲς πράξεις μου, διότι ἀλλοίωσα τὴ Διδασκαλία Σου. Διότι Σύ, Κύριε, δὲν προσέλαβες τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ τὴν καθιερώσεις ὅπως εἶναι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἐξαγιάσεις, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει πραγματικὰ πνευματικὸ ὄν, καὶ ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν καταδυνάστευση τῆς φύσεως καὶ τῆς ἁμαρτίας.

»Ἐπίσης, λέω ψέμματα, Κύριε, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ. Εἶπα ψέμματα κάθε φορὰ ποὺ θέλησα νὰ κρύψω τὴ φιλαργυρία μου, τὴ ζήλια μου, τὴ μεγαλομανία μου, τὴν ἀδιαφορία μου πρὸς τὸν πλησίον. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ ψέμματα, τὰ καλύπτω συνήθως μὲ ἄλλα ψέμματα. Οὐδέποτε ὁμολόγησα ὅτι ἡ ζήλια κι ὁ φθόνος ἦταν κατὰ βάθος τὸ πραγματικὸ αἴτιο πολλῶν πράξεων καὶ πολλῶν ψευδῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ πλησίον μου. Πάντοτε βρίσκω ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι ἐγωϊστὴς κι ἀνέντιμος, καὶ πάντοτε κατηγορῶ τὸν ἄλλον γιὰ τὴ δική μου συμπεριφορά. Ἐπίσης καλύπτω τὴ φιλαργυρία καὶ τὴ ζήλια μου μὲ τὴν κατηγορία αὐτὴ κατὰ τοῦ ἄλλου, τὴν ὁποία καταντῶ νὰ τὴν πιστεύω κι ἐγὼ ὁ ἴδιος.

»Εἶπα ψέματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅταν πλησίασα τὸ Ἁγιώτατο Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὸ Ἅγιο Σῶμα καὶ Αἷμα Σου, ἐνῷ στὴν ψυχὴ μου δὲν εἶχα λάβει ἀπόφαση νὰ ἐξαγνισθῶ ὁριστικά, δὲν εἶχα λάβει ἀπόφαση νὰ ζητήσω συγνώμη ἀπ’ ὅλους ὅσους λύπησα δίκαια ἢ ἄδικα, δὲν εἶχα λάβει ἀπόφαση νὰ γίνω εἰλικρινὴς πρὸς ὅλους, νὰ συγχωρήσω ἐκείνους ποὺ μὲ ἀδίκησαν καὶ νὰ μετανιώσω γιὰ τίς δικές μου ἀδικίες, οἱ ὁποῖες εἶναι μεγάλες.

»Μίσησα, Κύριε, σχεδόν ὁ,τιδήποτε ὑπερεῖχε ἀπὸ ἐμένα. Δὲν εἶχα τὴν ἀγάπη νὰ δέχομαι τοὺς ἀνωτέρους ἀνθρώπους καὶ τὰ ἀνώτερα πράγματα, διότι οἱ ἀνώτεροι ἄνθρωποι καὶ τὰ ἀνώτερα πράγματα θέτουν ἐνώπιόν μου τὴν ὑποχρέωση νὰ γίνω περισσότερο ταπεινὸς καὶ περισσότερο ἅγιος. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ δέχομαι αὐτὸ τὸ κάλεσμα πρὸς τὴν ἀνωτερότητα καὶ πρὸς τὴν ἁγιότητα, προσπάθησα νὰ βρῶ ἀκόμη καὶ τὶς πιὸ μικρές “σκιές” κατὰ τῶν ἀνωτέρων ψυχῶν καὶ τῶν ἀνωτέρων ἔργων, ὥστε νὰ δώσω στὸν ἑαυτό μου τὸ δικαίωμα νὰ τὰ περιφρονήσω καὶ νὰ τὰ κατηγορήσω. Αὐτός εἶμαι Κύριε!

»Εἶμαι μικροπρεπὴς καὶ κίβδηλος, ἀλλὰ ἡ Χάρις Σου μ’ ἔκανε νὰ ἐπιθυμῶ τὴ Βασιλεία Σου, τώρα καὶ μετὰ θάνατον. Ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι ἀκέραιος, πρᾶος, ἀληθής, ἅγιος. Κι ἐλπίζω στὸν Σταυρὸ Σου καὶ στὸ Ἔλεός Σου».

Αὐτὴ ἡ ἀπογύμνωση τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἡ ὁποία γίνεται χωρὶς βάρβαρες ἐκφράσεις, ἀλλὰ μὲ εὐγένεια λόγου καὶ ταυτοχρόνως μὲ ἀκρίβεια, περιέχει ἕναν θάνατο: Εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἐσωτερικῆς ὁμολογίας.

Καὶ εἶναι μιὰ σκληρὴ στιγμή, περισσότερο ἤ λιγότερο μακρά. Ὅμως ὁ θάνατος αὐτὸς τῆς ψεύτικης πραγματικότητας, ἀναγεννᾶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μέσα σ’ ἕναν νέο κόσμο, ἐσωτερικὸ καὶ μυστικό. Καὶ συμβαίνει τότε τὸ μεγαλειῶδες γεγονός, ν’ ἀναζητᾶ πλέον ἡ ψυχὴ αὐτὴ νὰ μιμηθεῖ κατὰ πάντα τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν «πρωτότοκο Ἀδελφό της» (βλ. Ρωμ. 8:29).

Καὶ κατὰ τὸν θάνατο αὐτὸν τοῦ ἐγκόσμιου «ἐγώ», ἡ ψυχὴ φωτίζεται ἄνωθεν καὶ τότε κατανοεῖ τὴ βαθειὰ Ἀλήθεια τῶν Γραφῶν. Κατανοεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνο ποὺ γράφει ἡ Βίβλος περὶ τῆς Γενέσεως τοῦ κόσμου, περὶ τῆς Δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, περὶ τῆς πρώτης ἁμαρτίας. Χωρίς αὐτὴ τὴ φώτιση, ἡ ὁποία ἔρχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐγκόσμιου «ἐγώ» καὶ τῆς ἀτομικῆς θελήσεως, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατον νὰ καταλάβει τὴν πιὸ βαθειὰ πνευματικὴ φύση τῆς πρώτης ἁμαρτίας κι ὅλη τὴν ἱστορία τῶν πρωτοπλάστων.

Ἡ γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἀπὸ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο, ἔγινε μ’ ἐπανάσταση κατὰ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰσῆλθε γενικῶς στὸ κακό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔφερε ἐκ νέου στὸν κόσμο τὴν ἁγία γνώση τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ὅπως ὁ Ἀδὰμ γνώρισε τὸν θάνατο ἐξ αἰτίας τῆς ἀνυπακοῆς, ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ γνωρίσει τὸν θάνατο τῆς ἐπαναστάσεως κι ὅλης τῆς ἐγκοσμίου λογικῆς του, γιὰ νὰ εἰσέλθει γενικῶς στὴ Νέα Ζωὴ τῆς Αἰωνίου Ἀναστάσεως. Ἀμήν.





Featured Posts
Recent Posts
Archive
Search By Tags
Δεν υπάρχουν ακόμη ετικέτες.
Follow Us
  • Facebook Basic Square
bottom of page